Υδροπονική καλλιέργεια σε cocosoil (κοκκόχωμα)
Το κοκόχωμα στην πραγματικότητα είναι ένα φυτόχωμα που προέρχεται από την αποσύνθεση των περιβλημάτων της ινδικής καρύδας. Είναι πλούσιο σε οργανική ουσία και παρουσιάζει πολύ καλή συμπεριφορά τόσο όσον αφορά στις φυσικές του ιδιότητες (ικασνότητα συγκράτησης νερού, αεροπερατότητα, κ.λπ.) όσο και όσον αφορά την θρέψη των φυτών. Σε αυτό το τελευταίο συμβάλλει κυρίως το γεγονός ότι έχει χαμηλή ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων με συνέπεια, πρακτικά να συμπεριφέρεται ως αδρανές υπόστρωμα. Κατά συνέπεια, όταν η κοκκοτύρφη τροφοδοτείται με ένα πλήρες θρεπτικό διάλυμα, η θρέψη των φυτών δεν επηρεάζεται σημαντικά από άλλους, μη προβλέψιμους και αστάθμητους παράγοντες. Το μειονέκτημά του είναι ότι από κάποια στιγμή και μετά αρχίζει σιγά – σιγά να αποσυντίθεται και επομένως αρχίζει να συμπεριφέρεται ως ένα χημικά πολύ ενεργό υλικό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ανθοκομικές καλλιέργειες παραγωγής δρεπτών ανθέων, όπως το τριαντάφυλλο και η ζέρμπερα.
Είναι υλικό με υψηλό πορώδες 95 - 97 % και χαμηλή πυκνότητα 82 kg / m3. Το pH κυμαίνεται από 5 έως 6 και έχει μέση ως υψηλή ρυθμιστική και εναλλακτική ικανότητα (39 - 69 meq / 100 gr). Έχει επίσης υψηλή υδατοϊκανότητα.
Σήμερα χρησιμοποιείται ευρύτατα για να αντικαταστήσει την τύρφη. Η καλλιέργεια γίνεται σε σάκους ή σε δοχεία όπως και στην περίπτωση της τύρφης. Στην αγορά υπάρχουν προϊόντα λιγότερο ή περισσότερο ζυμωμένα που προσφέρουν περισσότερο ή λιγότερο αερισμό στην περιοχή της ρίζας, ανάλογα με τις απαιτήσεις των διαφόρων καλλιεργειών.
Συχνά βρίσκονται προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να μετράται η περιεκτικότητά τους σε άλατα πριν χρησιμοποιηθούν και να ξεπλένονται με άφθονο νερό όταν χρειάζεται.
Ο κοκκοφοίνικας είναι ένα υλικό οργανικής προέλευσης με πολύ καλά χαρακτηριστικά σχετικά με την υδατοϊκανότητα, την αεροϊκανότητα κ.α. Παράγεται μετά από επεξεργασία της καρύδας και τα βασικά συστατικά του είναι:
- Το τρίμα του φλοιού cocopeat
- Οι λεπτές ίνες coco fibre
- Τα κομμάτια φλοιού coco husks
Το κατάλληλο μείγμα των παραπάνω δημιουργεί το υλικό που είναι γνωστό ως cocosoil. Ο κοκκοφοίνικας προέρχεται από το παχύ μεσοκάρπιο του καρπού της καρύδας. Έτσι, είναι ένα υλικό απαλλαγμένο από ασθένειες. Στο εμπόριο διατίθεται σε σάκους καλλιέργειας και σε τούβλα συμπιεσμένου υλικού που μετά την αποσυμπίεσή του μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια σε γλάστρες, σε κανάλια και σε σάκους μετά από ανάμιξη με άλλο υλικό.
Το cocosoil είναι ένα υλικό με πολλά προτερήματα έναντι άλλων υποστρωμάτων καθώς η προέλευση του κάνει την προσφορά του στην αγορά γρήγορη και απρόσκοπτη. Η περιεκτικότητά του σε λιγνίνη είναι 45,5 %, διατηρώντας έτσι τα φυσικά του χαρακτηριστικά για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα. Η οργανική του φύση το κάνει ένα υλικό που προσφέρει θρεπτικά στοιχεία στην εκάστοτε καλλιέργεια. Δεν περιέχει εδαφικές προσμίξεις και το pH του είναι 5,5. Παρόλα αυτά χρειάζεται προετοιμασία πριν τη φύτευση έτσι ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα θρέψης καθώς το KNO3 αντικαθίσταται από Ca(NO3)2.
Σήμερα μπορεί να βρει κανείς στην αγορά εκτός του απλού cocosoil τα εξής:
- Ουδετεροποιημένο cocosoil μετά από μεταχείριση με Ca(NO3)2
- Ενσωματωμένο με Ca(NO3)2
- Ξεπλυμένο cocosoil
Στην πρώτη περίπτωση το υπόστρωμα είναι έτοιμο για χρήση έχοντας χαμηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα. Στην δεύτερη περίπτωση το υποστρώμα χρειάζεται ξεπλυμα για 2 ώρες περίπου με διάλυμα CaNO3, ενώ το ξεπλυμένο προϊόν έχει χαμηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα, δεν είναι όμως σταθεροποιημένο αφού έχει ξεπλυθεί με σκέτο νερό.
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- "Η τεχνική της υδροπονίας και η εφαρμογή της μέσα από διάφορα συστήματα", Πτυχιακή εργασία του Νικολετάκη Μηνά, ΑΤΕΙ Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τμήμα Φυτικής Παραγωγής, Ηράκλειο 2008
- "Επίδραση υποστρώματος και υποδοχέων σε υδροπονική καλλιέργεια φράουλας", Πτυχιακή εργασία του Ευάνθη Μαρίνου, ΑΤΕΙ Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τμήμα Βιολογικών Θερμοκηπιακών Καλλιεργειών και Ανθοκομίας, Ηράκλειο 2011