Ασθένεια τριανταφυλλιάς αδρομύκωση
Η βερτισιλλίωση της τριανταφυλλιάς (αγγλ. Verticillium wilt) αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1889 στη Γερμανία και αργότερα, το 1924, στις Η.Π.Α. Η ασθένεια σήμερα είναι διαπιστωμένη σε πολλά μέρη του κόσμου που καλλιεργείται η τριανταφυλλιά. Δεδομένου όμως ότι ο παθογόνος μύκητας έχει ευρύτατο κύκλο ξενιστών φυτών, περιλαμβανόμενων και πολλών καλλωπιστικών, καρποφόρων δένδρων και κηπευτικών καλλιεργειών πιστεύεται ότι η ασθένεια υπάρχει οπουδήποτε καλλιεργούνται τριανταφυλλιές.
Τα συμπτώματα της ασθένειας της αδρομύκωσης στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα:
- Τα αρχικά συμπτώματα της αδρομύκωσης είναι ο μαρασμός των φύλλων στις κορυφές των νεαρών βλαστών και μια χλώρωση των κατώτερων φύλλων. Μετά από λίγες ημέρες ο μαρασμός γίνεται μόνιμος και τα φύλλα γενικά κιτρινίζουν, γίνονται καστανά και ξηραίνονται. Παρατηρείται φυλλόπτωση που αρχίζει από τα φύλλα της βάσεως και προχωρεί προς τα επάνω. Παρατηρείται ξήρανση κορυφών σε προσβεβλημένους βλαστούς και νεκρωτικές επιμήκεις ραβδώσεις κατά μήκος των βλαστών. Τα ασθενή φυτά εμφανίζουν αυξανόμενη εξασθένηση και τελικά αποξηραίνονται.
- Στην τριανταφυλλιά δεν παρατηρείται συνήθως ο χαρακτηριστικός καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου, που αποτελεί συνηθισμένο και διαγνωστικά σημαντικό σύμπτωμα της ασθένειας σε άλλους ξενιστές. Τα συμπτώματα της βερτισιλλίωσης μπορεί να συγχυσθούν με εκείνα μιας άλλης ασθένειας που είναι γνωστή ως "μαρασμός της τριανταφυλλιάς" (αγγλ. rose wilt). Η ασθένεια αυτή αποδίδεται σε ιό, χωρίς όμως αυτό να έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα και γι' αυτό θεωρείται ασθένεια ασαφούς αιτιολογίας.
- Τα συμπτώματα της αδρομύκωσης εμφανίζονται εντονότερα κατά τη διάρκεια περιόδων καταπονήσεως των φυτών, όπως είναι η ξηρασία. Η ασθένεια θεωρείται ότι είναι ηπιότερη στις υπαίθριες καλλιέργειες από ότι είναι στις θερμοκηπιακές. Στις υπαίθριες καλλιέργειες παρατηρείται συχνά μια φυσική ανάρρωση των προσβεβλημένων φυτών και οι περίοδοι μολύνσεως παρατηρούνται την άνοιξη και τον χειμώνα. Στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες δεν παρατηρείται εμφανής εποχική διακύμανση των συμπτωμάτων της ασθενείας.
Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας της αδρομύκωσης στην τριανταφυλλιά: Προκαλείται από δύο είδη Verticillium, το V. dahliae Kleb. και Verticillium albo-atrum Reinke & Berthier (Deuteromycotina, Hyphomycetes). Το πρώτο σχηματίζει καστανά μέχρι μαύρα μικροσκληρώτια, διαστάσεων 80 - 120 x 15 - 50μm και το δεύτερο δε σχηματίζει σκληρώτια αλλά ένα καστανό μέχρι μαύρο διαχειμάζον μυκήλιο. Σχηματίζουν ελεύθερους, ανορθώμενους, υαλώδεις, πολυκύτταρους, κονιδιοφόρους που έχουν χαρακτηριστική διακλάδωση κατά σπονδύλους. Στα septa του κονιδιοφόρου σχηματίζονται 3-4 πλάγια, κοντά, μονοκύτταρα στηρίγματα (διαστάσεων 16 - 35 x 1 - 2,5 μm), που στην πραγματικότητα είναι φιαλίδια, στις κορυφές των οποίων σχηματίζονται τα κονίδια (φιαλιδοσπόρια) του μύκητα. Τα κονίδια είναι μονοκύτταρα, υαλώδη, ωοειδή μέχρι ελλειψοειδή, διαστάσεων 2,5 - 8 x 1,4 - 3,2μm. Στην κορυφή κάθε στηρίγματος (φιαλιδίου) παράγονται διαδοχικά πολλά κονίδια τα οποία όμως συγκρατούνται μεταξύ τους με μια κολλώδη ουσία και έτσι σχηματίζονται μικρές κεφαλές κονιδίων. Η ελευθέρωση των κονιδίων γίνεται με το νερό. Στη χώρα μας υπεύθυνο για την ασθένεια είναι σχεδόν αποκλειστικά το είδος Verticillium dahliae. Έχει ευρύτατο φάσμα ξενιστών φυτών (κηπευτικά, βιομηχανικά, πυρηνόκαρπα, φιστικιά, ελιά, αμπέλι, καλλωπιστικά). Η βερτισιλλίωση ευνοείται ιδιαιτέρως, όταν οι ημηρεσίες μέσες μέγιστες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 20 - 240C. Επίσης είναι σοβαρότερη σε ουδέτερα μέχρι αλκαλικά εδάφη. Το παθογόνο διατηρείται στο έδαφος και επιβιώνει για πάρα πολλά χρόνια (αναφέρονται 8 - 14 χρόνια), ακόμη και χωρίς την παρουσία ευπαθών ξενιστών. Επιβιώνει κυρίως με τα μικρσκληρώτια αλλά και ως μυκήλιο και κονίδια στα προσβεβλημένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεως του παθογόνου και αυξήσεως των μολυσμάτων του στο έδαφος είναι τα διάφορα ζιζάνια - ξενιστές του. Η τοπική διασπορά των μολυσμάτων γίνεται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος που μεταφέρεται με τα εργαλεία και μηχανήματα κατεργασίας του εδάφους. Το νερό του ποτίσματος αποτελεί πολύ σοβαρό μέσο διασποράς των μολυσμάτων του μύκητα. Σε μεγάλες αποστάσεις το παθογόνο μεταφέρεται κυρίως με το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (φυτά, μοσχεύματα, εμβόλια). Η είσοδος του παθογόνου γίνεται κυρίως από τις ρίζες. Μετά την είσοδο του στις ρίζες ο μύκητας προχωρεί και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου.
Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας της αδρομύκωσης στην τριανταφυλλιά είναι:
- Δεν υπάρχει χημική θεραπεία της βερτισιλλιώσεως. Η αντιμετώπισή της βασίζεται στη χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού (φυτών, μοσχευμάτων, εμβολίων) σε αμόλυντο αγρό, χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλίων ή ανθεκτικών υποκειμένων και στην αποφυγή εγκαταστάσεως των φυτειών τριανταφυλλιάς σε εδάφη που καλλιεργήθηκαν για μακρό χρονικό διάστημα με ευπαθή ετήσια φυτά (σολανώδη, βαμβάκι κ.ά.). Τα μολυσμένα εδάφη, εφόσον είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν, πρέπει ν' απολυμαίνονται με χημικά απολυμαντικά (βρωμιούχο μεθύλιο, ισοθειοκυανικό μεθύλιο, vapam, dazomet).
- Ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχει δώσει και η απολύμανση του εδάφους με ηλιακή θερμότητα.
- Η εφαρμογή της ηλιοαπολύμανσης γίνεται με κάλυψη του εδάφους κατά τη διάρκεια του θέρους (Ιούλιος - Σεπτέμβριος) με διαφανή φύλλα πολυαιθυλενίου πάχους 70 - 100μm.
- Ενθαρρυντικά, τέλος, πειραματικά δεδομένα υπάρχουν για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση ανταγωνιστικών μικροοργανισμών, οι οποίοι αποικίζουν τη ριζόσφαιρα και ανταγωνίζονται το παθογόνο πριν και κατά τη διάρκεια της μολύνσεως. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.