Μέθοδοι πολλαπλασιασμού κρεμμυδιού

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 11:34, 7 Ιουλίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Απευθείας σπορά στο χωράφι: Η σπορά μπορεί να γίνεται είτε με διασπορά σπόρου είτε με σπαρκτικές μηχανές. Οι καλλιεργητές στη Θήβα και άλλες περιοχές της Ελλάδας, χρησιμοποιούν τις σπαρκτικές μηχανές των σιτηρών και για τη σπορά του κρεμμυδιού, αφού αναμίξουν τον σπόρο με ποσότητα άμμου, για να εξασφαλίσουν την επιθυμητή πυκνότητα σποράς. Στην Ελλάδα η σπορά γίνεται κατά κανόνα, σε επίπεδο εδάφους, τουλάχιστον στις περιοχές που το πότισμα γίνεται με το σύστημα του καταιονισμού, όλη την καλλιεργητική περίοδο. Στην περίπτωση αυτή, η σπορά γίνεται σε γραμμές που απέχουν μεταξύ τους 25-30cm και μερικές φορές μέχρι και 45cm και επί της γραμμής 7-10cm. Σε άλλες περιοχές στις οποίες το πότισμα γίνεται με κατάκλιση ή με αυλάκια, η σπορά γίνεται "στα πετακτά" ή σε αναχώματα αντίστοιχα. Για παραγωγή βολβών για νωπή κατανάλωση, χρησιμοποιείται ποσότητα σπόρου γύρω στο 1kg/στρέμμα, ενώ για παραγωγή κοκκαρίου γύρω στα 10kg. Η σπορά γίνεται σε μικρό βάθος, περίπου 10mm ανάλογα με τον τύπο εδάφους. Βαθύτερη σπορά γίνεται σε ελαφρά εδάφη. Ο σπόρος του κρεμμυδιού φυτρώνει σε θερμοκρασίες από 0-35oC, όμως χρειάζεται 4,5 μήνες για να φυτρώσει στους 0oC και μόνο 3-4 ημέρες στους 21-27oC. Ο σπόρος δεν βλαστάνει στους 40oC ή υψηλότερες θερμοκρασίες.

Σπορά και μεταφύτευση: Η µέθοδος της µεταφύτευσης στο χωράφι φυταρίων που αναπτύχθηκαν στο σπορείο, εφαρµόζεται σπάνια στην Ελλάδα. Η σποράς στο σπορείο γίνεται πυκνή 80-100gr/Μ2. Οι ανάγκες σε φυτά για την φύτευση ενός στρέµµατος και σε αποστάσεις 35cm µεταξύ των γραµµών και 7-10cm επί της γραµµής ανέρχονται σε 27.500 φυτά. Εάν η µεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο, το µέγεθος των µεταφυτευµένων φυτών δηλαδή η διάµετρος στη βάση του φυτού πρέπει να είναι µικρότερη των 6-7mm όταν τα φυτά πρέπει να ξεχειµωνιάσουν σε θερµοκρασία κάτω των 15οC γιατί µεγαλύτερα φυτά την εποχή αυτή κινδυνεύουν να σχηµατίσουν ανθικά στελέχη, διπλούς βολβούς ή και σχισµένους βολβούς. Αντίθετα µε µεταφύτευση την άνοιξη, φυτών µεγαλύτερης διαµέτρου και µε ποικιλίες ανθεκτικές στην άνθηση, εξασφαλίζονται µεγαλύτερες αποδόσεις βολβών σε σύγκριση µε µικρότερα φυτά. Το φυτό φυτεύεται σε βάθος 2,5cm και αµέσως ποτίζεται µε διάλυµα αφύπνισης. Αργότερα βέβαια ακολουθεί και επιφανειακή λίπανση. Οι καλλιεργητικές περιποιήσεις είναι ίδιες, όπως και από την απευθείας σπορά ή φύτευση κοκκαριού. Ακόµα και η συγκοµιδή των ώριµων βολβών γίνεται µε τα ίδια κριτήρια και µεθόδους όπως και αυτών από σπόρο και κοκκάρι. Η µέθοδος της µεταφύτευσης έχει υψηλό κόστος εφαρµογής (εργατικά) περίπου 20 φορές πιο υψηλό σε σύγκριση µε την απευθείας σπορά, γι’αυτό και δεν εφαρµόζεται σε έκταση.

Φύτευση κοκκαρίου: Το κοκκάρι είναι µικροί βολβοί διαµέτρου 1-3cm. Στην Ελλάδα συνήθως παράγονται προς το τέλος του καλοκαιριού αρχές του φθινοπώρου και φυτεύονται την άνοιξη του επόµενου έτους. Χρησιµοποιούνται για παραγωγή βολβών ή παραγωγή πρασίνων νωπών κρεµµυδιών καθ’ όλο τον χρόνο. Η φύτευση του κοκκαριού γίνεται σε γραµµές ή στα πεταχτά. Αν ακολουθείται η γραµµική µέθοδος ανοίγονται αβαθή αυλάκια σε αποστάσεις 25-30cm ή λίγο µεγαλύτερες, και οι µικροί βολβοί ρίχνονται σε αποστάσεις 8-12cm επί της γραµµής και ακολουθεί σκέπασµα. Για την φύτευση του κοκκαριού µπορούν να χρησιµοποιηθούν και µηχανές, αφού προηγηθεί διαχωρισµός σε µεγέθη, για τη διευκόλυνση της χρήσης των φυτευτικών µηχανών. Η ποσότητα του κοκκαριού που χρησιµοποιείται, ποικίλλει µε το µέγεθος των ατοµικών βολβών και τις αποστάσεις φύτευσης και συνήθως κυµαίνεται 100-150kg/στρέµµα. Έχει παρατηρηθεί ότι το σφαιρικό κοκκάρι δίδει βολβούς πεπλατυσµένους, ενώ το επίµηκες ή κωνικό κοκκάρι δίδει σφαιρικούς βολβούς. Η µέθοδος παραγωγής βολβών από κοκκάρι πλεονεκτεί έναντι της απευθείας σποράς γιατί χρειάζεται µόνο 4 µήνες για τη συγκοµιδή έναντι 6 µηνών της απευθείας σποράς. Μειονεκτεί ως προς το κόστος του κοκκαριού το οποίο είναι αρκετά υψηλό. Οι καλλιεργητικές περιποιήσεις, τα κριτήρια και οι µέθοδοι συγκοµιδής είναι ανάλογα µε αυτά που παρουσιάζονται και για τις άλλες µεθόδους παραγωγής βολβών κρεµµυδιού.

Για την παραγωγή κοκκαριού χρειάζεται ένα καλό έδαφος, κατά προτίµηση ελαφρύ πηλώδες για να εξασφαλίζει οµοιόµορφη ανάπτυξη φυταρίων. Το µικρό µέγεθος των βολβών που προέρχεται από τη διαδικασία παραγωγής κοκκαριού, οφείλεται στην πυκνή σπορά και σε άλλες συνθήκες που περιορίζουν την ανάπτυξη. Η ποσότητα του σπόρου που χρησιµοποιείται κυµαίνεται από 8-10 ή και µέχρι 13kg/στρέµµα. Το βάθος σποράς ρυθµίζεται στα 6-12mm. Η σπορά γίνεται µε το χέρι ή µε σπαρτικές µηχανές το Φεβρουάριο µε Μάρτιο. Το κοκκάρι συνήθως συγκοµίζεται τον Αύγουστο-Σεπτέµβριο όταν τα υπέργεια τµήµατα των φυτών µαραθούν και πέσουν, και ακολουθεί µεθωρίµανση σε σωρούς ή κιβώτια προστατευόµενα από την απευθείας έκθεση στον ήλιο και τις βροχές. Το ιδανικό µέγεθος κοκκαριού είναι αυτό που έχει 1,5-2cm διάµετρο. Μετά τη συγκοµιδή το κοκκάρι αποθηκεύεται µέχρι να χρησιµοποιηθεί. Σε πολύ ψυχρές περιοχές το κοκκάρι δεν πρέπει να αποθηκεύεται σε χώρους όπου η θερµοκρασία κατέρχεται κάτω από τους 0oC. Αποθήκευση κοκκαριού σε πολύ χαµηλές θερµοκρασίες 0-1oC µειώνει τον αριθµό των βολβών που παράγουν ανθικά στελέχη σε σύγκριση µε αποθήκευση στην θερµοκρασία από 2-7oC. Το κοκκάρι χωρίζεται σε δύο µεγέθη: το µικρό µέχρι 1,8cm και το µεγάλο 1,8cm και άνω. Το µεγάλο φυτεύεται για παραγωγή νωπών κρεµµυδιών γιατί συχνά σχηµατίζεται ανθικό στέλεχος αντί βολβού. Το µικρό κοκκάρι χρησιµοποιείται για παραγωγή βολβών για νωπή κατανάλωση.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Τα βολβώδη λαχανικά του Ολύμπιου Χρήστου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.