Ασθένεια πεπονιάς Βοτρύτης
Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον μύκητα Botrytis cinerea Pers. Η τέλεια μορφή του είναι γνώστη με το όνομα Botryotinia fukeliana. Ιδιαίτερα στα θερμοκήπια, που δεν θερμαίνονται. Ο μύκητας είναι ικανός να προσβάλει μεγάλο αριθμό καλλιεργειών. Μπαίνει κυρίως από πληγές ή από ιστούς ηλικιωμένους των οποίων ο χυμός είναι άριστη τροφή.
Παρατηρούνται προσβολές στα φύλλα όπου σχηματίζονται κηλίδες με μορφή συγκεντρικών ζωνών. Η προσβολή των καρπών ξεκινάει από τα ανθικά υπολείμματα που φέρουν στην άκρη τους. Τα υπολείμματα αυτά αποτελούν άριστη τροφή για το βοτρύτη. Όπου πέσουν στους καρπούς ή στα φύλλα δημιουργούν τις πρώτες εστίες μόλυνσης. Στο στέλεχος των φυτών σχηματίζονται επιμήκης σκοτεινόχρωμα έλκη, που γρήγορα καλύπτονται από τις γκρίζες καρποφορίες του μύκητα. Συχνή είναι η μάρανση του υπερκείμενου του έλκους τμήματος του φυτού, όταν η προσβολή αναπτυχθεί σ’όλη την περίμετρο του στελέχους. Σε ευνοϊκές συνθήκες προσβάλλονται ακόμα και οι έλικες και τα άνθη όπου αυτά δεν δένουν και πέφτουν νωρίς.
Το παθογόνο είναι ένας κοινός, σαπροφυτικός μικροοργανισμός, διατηρείται σε φυτικά υπολείμματα στην επιφάνεια και μέσα στο έδαφος με τη μορφή κονιδίων, μυκηλίου και σκληρωτίων. Μεταδίδεται με τον αέρα και τη βροχή. Στο θερμοκήπιο όμως ιδιαίτερο ρόλο στη διάδοση του παθογόνου παίζουν τα ρεύματα αέρα, τα σταγονίδια που σχηματίζονται με τη συμπύκνωση των υδρατμών και με την άρδευση με καταιονισμό ή αυλάκια. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τα κονίδια του μύκητα τα οποία μεταφέρονται με τον αέρα Τα κονίδια βρίσκονται σχεδόν παντού. Μπορούν εύκολα να προκαλέσουν μολύνσεις κάθε φορά, που οι κλιματικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και τα φυτικά τμήματα ευαίσθητα στο παθογόνο. Οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη του μύκητα είναι η υπερβολική υγρασία (90-98%) και η θερμοκρασία που κυμαίνεται από 17-23oC για το λόγο αυτό εμφανίζεται στη χώρα μας στο τέλος του φθινοπώρου με αρχές του χειμώνα και διαρκεί μέχρι περίπου τα μέσα της άνοιξης, με έξαρση τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Η άριστη υγρασία βρίσκεται στο 95%. Η παρουσία ελεύθερου νερού στη φυτική επιφάνεια ευνοεί τη μόλυνση. Το νερό αυτό προέρχεται κυρίως από τα σταγονίδια, που σχηματίζονται στην οροφή από πλαστικό του θερμοκηπίου και πέφτουν στη φυλλική επιφάνεια προς το τέλος της νύχτας. Η διάρκεια διύγρανσης της φυλλικής επιφάνειας είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του παθογόνου. Η ποιότητα του φωτός ασκεί σημαντική επίδραση στη σπορογένεση του μύκητα. Η υπερβολική νιτρική αζωτούχος λίπανση προδιαθέτει τα φυτά στο βοτρύτη. Κι αυτό, γιατί η λίπανση αυτή λεπτύνει την κυτταρική μεμβράνη των επιδερμικών κυττάρων. Υδατικά, θερμικά και φωτοπεριοδικά στρες καθιστούν τα φυτά ευαίσθητα στο παθογόνο. Μεγάλη ευαισθησία στην ασθένεια παρουσιάζουν τα φυτά κοντά στη συγκομιδή των πρώτων καρπών. Η αντιμετώπιση του βοτρύτη είναι δύσκολη. Ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθείται μια στρατηγική αντιμετώπισής του ολοκληρωμένη και ορθολογική. Για την αντιμετώπιση του βοτρύτη προσφεύγουμε στα παρακάτω μέτρα.
- Λήψη μέτρων για τον περιορισμό της υγρασίας στα θερμοκήπια (αραιό φύτεμα, κλάδεμα και καλός αερισμός).
- Αποφυγή δημιουργίας πληγών κατά το χειρισμό των φυτών, καθώς επίσης η απομάκρυνση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτικών οργάνων.
- Οι γραμμές φύτευσης να προσανατολίζονται προς τη φορά του επικρατούντος ανέμου.
- Αποφυγή υδατικού και φωτοπεριοδικού στρες, που ευαισθητοποιεί τα φυτά στη μόλυνση.
- Υψηλή περιεκτικότητα σε CO2 στην ατμόσφαιρα εμποδίζει την ανάπτυξη της ασθένειας.
- Απομάκρυνση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτικών τμημάτων.
- Για την βιολογική αντιμετώπιση χρησιμοποιούνται στην πράξη βιολογικά σκευάσματα με βάση τους μύκητες Ttichoderma harzianum, Trichoderma viridea, Trichoderma ssp. Μερικά από τα σκευάσματα αυτά περιέχουν στελέχη ανθεκτικά ή ανεκτικά σε μυκητοκτόνα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του βοτρύτη. Η ιδιότητα αυτή επιτρέπει τη συνεφαρμογή του βιολογικού σκευάσματος με ένα από τα μυκητοκτόνα αυτά. Έτσι η αποτελεσματικότητα του βιολογικού σκευάσματος βελτιώνεται σημαντικά. Οι ανταγωνιστές Cladosporium cladosporioides, C. Herbarum, Coniothyrium minitans και η αμοιβάδα Arachnula inpatiens σε δοκιμές in vitro και in vivo έλεγξαν ικανοποιητικά το παθογόνο.
- Προληπτικά ψεκάζουμε με Chlorothalonil (δόση εφαρμογής 125-150 g/hl) ή με Folpet (δόση εφαρμογής 75-125g/hl. Το σκεύασμα πρέπει να χρησιμοποιείται μ’όλες τις ισχύουσες προφυλάξεις) ή με Thiram (δόση εφαρμογής 160-200g/hl. Με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων κάνουμε ψεκασμούς με το Vinclozolin το οποίο έχει προληπτική και θεραπευτική δράση. Δρα με επαφή και με διείσδυση. Δόση εφαρμογής 25-50g/hl Δημιουργεί εύκολα ανθεκτικά στελέχη. Η ανθεκτικότητα είναι προσωρινή. Τελευταίος ψεκασμός 15 μέρες πριν από τη συγκομιδή. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείτε στα σπορεία και στα πολύ νεαρά φυτά. Μπορούμε να κάνουμε θεραπευτικούς ψεκασμούς με το Carbetazim (χρησιμοποιείται στη δόση 30g/hl) είτε συνδυασμό Carbetazim + maneb (δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στα σπορεία και σε πολύ νεαρά φυτά).