Άρδευση αραβόσιτου
Γενικές πληροφορίες
Ο αραβόσιτος είναι ιδιαίτερα αποδοτικός όταν του εξασφαλίζεται επαρκής εδαφική υγρασία. Για το λόγο αυτό η άρδευση είναι μία καλλιεργητική παρέμβαση μεγάλης σημασίας για την παραγωγικότητα της καλλιέργειας. Για τον καταρτισμό ενός σωστού προγράμματος άρδευσης στον αραβόσιτο είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα παρακάτω:
- Για να εξασφαλισθούν ικανοποιητικές αποδόσεις, οι ολικές απαιτήσεις της καλλιέργειας σε νερό είναι υψηλές και κυμαίνονται μεταξύ 400-800mm, ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους και την εξατμισοϊκανότητα της ατμόσφαιρας. Παράλληλα, η ποσότητα του εδαφικού αζώτου ασκεί μια ιδιαίτερα έντονη επίδραση τόσο στις απαιτήσεις σε νερό όσο και στο βαθμό αντίδρασης της καλλιέργειας στην άρδευση.
- Η αιχμή της υδατοκατανάλωσης συνήθως παρατηρείται κατά την περίοδο από την εμφάνιση της φόβης μέχρι την επικονίαση και ανέρχεται σε 5.5-10mm νερού/ημέρα. Κατά τα στάδια αυτά η καλλιέργεια έχει ήδη αναπτύξει τη φυλλική της επιφάνεια στο μέγιστο βαθμό κι αυτό συνήθως συμπίπτει χρονικά με το μέγιστο της εξατμισοϊκανότητας της ατμόσφαιρας. Από τη χρονική πορεία της ημερήσιας υδατοκατανάλωσης φαίνεται ότι στην περίοδο των 4-5 εβδομάδων μετά την εμφάνιση της φόβης διαπνέεται περισσότερο από το 50% της ολικής ποσότητας νερού.
- Ο αραβόσιτος έχει τη δυνατότητα απορρόφησης νερού και από εδαφικά στρώματα βαθύτερα από 130cm. Η απορρόφηση νερού από διάφορα βάθη εξαρτάται από το εάν και πόσο συχνά αρδεύεται η καλλιέργεια. Όταν η καλλιέργεια είναι ξηρική ή οι αρδεύσεις σπάνιες η απορρόφηση νερού ξεκινά από τα επιφανειακά στρώματα όταν αυτά έχουν περίσσεια υγρασίας και προοδευτικά εξαπλώνεται σε βαθύτερα στρωματα όσο εξαντλείται η επιφανειακή υγρασία. Αντίθετα, σε αρδευόμενες καλλιέργειες το μεγαλύτερο ποσοστό του νερού απορροφάται από τα επιφανειακά 30cm του εδάφους. Γενικά, το βάθος ενεργού ριζοστρώματος στον αραβόσιτο βρίσκεται μεταξύ 70-90cm.
- Σύμφωνα με δεδομένα πολλών πειραματικών εργασιών, η απόδοση του αραβόσιτου μειώνεται σημαντικά όταν υπάρχει έλλειψη νερού στην περίοδο που αρχίζει λίγο πριν από την εμφάνιση της φόβης και φθάνει μέχρι και το τέλος του μεταξώματος. Η μείωση της τελικής απόδοσης μπορεί να φθάσει το 22% εάν η εδαφική υγρασία διατηρηθεί στο σημείο μόνιμης μάρανσης για 1-2 ημέρες ή και το 50% εάν αυτό παραταθεί επί 6-8 ημέρες κατά τη διάρκεια της άνθησης των αρσενικών και θηλυκών ταξιανθιών. Είναι γνωστό ότι στην περίοδο που ξεκινά λίγες ημέρες πριν από την εμφάνιση της φόβης και φθάνει μέχρι το μετάξωμα το φυτό έχει τις πιο αυξημένες απαιτήσεις σε νερό και αζωτούχες ουσίες. Ο Ηenckel (1964) θεωρεί ότι τα θηλυκά άνθη είναι συνήθως περισσότερο ευαίσθητα από τα αρσενικά στην υδατική καταπόνηση. Πειραματικά δεδομένα στον αραβόσιτο επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή: έλλειψη νερού επιβραδύνει σημαντικά τον ρυθμό επιμήκυνσης των στύλων με αποτέλεσμα την καθυστέρηση του χρόνου μεταξώματος σε σχέση με την ελευθέρωση των γυρεοκόκκων, ενώ η ζωτικότητα των γυρεοκόκκων δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον μικρότερο αριθμό σταχυδίων που διαφοροποιούνται ανά σπάδικα όταν λείπει νερό κατά τα στάδια ανάπτυξης του σπάδικα προκαλεί μία μείωση του αριθμού των καρπών που μπορεί να φέρει ένα φυτό (μείωση των δυνατοτήτων του φυτού για παραγωγή καρπού), η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί με εφαρμογή άρδευσης σε μεταγενέστερα στάδια. Έλλειψη νερού κατά τα πρώτα στάδια γεμίσματος των καρπών μπορεί να προκαλέσει μία μείωση της τελικής απόδοσης κατά 25%, η οποία οφείλεται στο μικρότερο τελικό βάρος των καρπών. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην υποβάθμιση του μηχανισμού της φωτοσύνθεσης από την ξηρασία, δεδομένου ότι η διαδικασία μεταφοράς των προϊόντων της φωτοσύνθεσης προς τους καρπούς ελάχιστα επηρεάζεται από την έλλειψη νερού. Η δυσμενής επίδραση μειώνεται στα τελευταία στάδια του γεμίσματος, ιδίως μετά το στάδιο της «μαλακής ζύμης». Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο που χαρακτηρίσθηκε ως «κρίσιμη», η περίοδος του γεμίσματος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ευαίσθητη» στην ξηρασία. Επαναφορά της ευνοϊκής υδατικής κατάστασης κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής επανενεργοποιεί τη φωτοσύνθεση και μειώνει σημαντικά τις δυσμενείς επιδράσεις της πρόσκαιρης έλλειψης νερού στο τελικό βάρος των καρπών.
Αντίθετα με τις σημαντικές μειώσεις στην τελική παραγωγή καρπού, οι οποίες παρατηρούνται σε έλλειψη νερού κατά την κρίσιμη και ευαίσθητη περίοδο ανάπτυξης, η έλλειψη νερού κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης (από το φύτρωμα μέχρι το στάδιο των 7 ή 8 φύλλων) δεν επηρεάζει την παραγωγή καρπού, αλλά μόνο την παραγωγή βιομάζας.