Ευαισθησία ποικιλιών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Για ποιους λόγους μερικές ποικιλίες αραιώνονται ευκολότερα με χημικές ουσίες απ' ότι άλλες, δεν έχει διερευνηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα. Η ευκολία ή δυσκολία του αραιώματος πρέπει να οφείλεται σε διαφορές ποικιλιών, όπως 1) στο πάχος της εφυμενίδας και την πυκνότητα των στοματίων που ρυθμίζουν το ρυθμό απορρόφησης δια των φύλλων και καρπών, 2) στη διατήρηση του νερού από τα φύλλα (στη ροδακινιά οι αδένες εκκρίνουν ουσίες, που μεταβάλλουν την επιφανειακή τάση του νερού και οι σταγόνες από τη διαβροχή δεν προσκολλώνται στα φύλλα και τους καρπούς).

Το χαρακτηριστικό αυτό επιτρέπει στις αδενοφόρες ποικιλίες να μην προσβάλλονται από ωίδιο, αρκεί η διάρκεια της βροχής να είναι σύντομη και η υψηλή σχετική υγρασία να μην είναι συνεχής, 3) στη ζωηρότητα των ανθέων και του σταδίου ανάπτυξης των καρπών, 4) στην ταχύτητα μεταφοράς της χημικής ουσίας στη ζώνη αποκοπής, και/ή στο ρυθμό μεταβολισμού της χημικοαραιωτικής ουσίας.

Η σύσταση και το πάχος της εφυμενίδας στη μηλιά ποικίλλει ανάλογα 1) με την ποικιλία 2) της θέσης των καρπών επί του δένδρου και 3) της θερμοκρασίας και υγρασίας της τοποθεσίας του οπωρώνα.

Ο χημικός παράγοντας πρέπει να απορροφηθεί δια της εφυμενίδας και να ενεργήσει τοπικά ή να μεταφερθεί στην περιοχή που θα δράσει. Η μοριακή σύσταση του χημικού παράγοντα πρέπει να είναι τέτοια, που να μπορεί να διαπεράσει αρκετά χημικά εμπόδια. Η επιδερμίδα επικαλύπτεται με μια κηρώδη εφυμενίδα, που απωθεί το νερό. Το κυτταρικό τοίχωμα κάτω απ' το κηρώδες στρώμα είναι από κελλουλόζη και γι' αυτό είναι υδροφυλλικό στο νερό. Το πιο εξωτερικό κυτταροπλασμικό στρώμα, η πλασμική μεμβράνη, είναι πρωτεϊνούχος και λιπόφιλη. Τα πολικά συστατικά περιλαμβανομένου και του νερού, δε διαπερνούν εύκολα το στρώμα αυτό. Επομένως, η αραιωτική ουσία πρέπει να διαχυθεί δια μέσου των διαφόρων αυτών στρωμάτων και να μπει στο κυτταρόπλασμα, το μεταβολικό μέρος των κυττάρων, για να επενεργήσει.

Ένας άλλος παράγοντας, που μπορεί να συμβάλει στην αστάθεια του αραιώματος, είναι οι ανάγκες σε ψύχος των διαφόρων ποικιλιών. Αυτές που χρειάζονται πολλές ώρες ψύχους συνήθως έχουν μακρότερη ανθική περίοδο απ' εκείνες, που χρειάζονται λίγες ώρες ψύχους. Ο χρόνος εφαρμογής του ψεκασμού δεν είναι κρίσιμος, αν η περίοδος άνθησης επεκτείνεται περισσότερο συγκριτικά με εκείνη που συμπληρώνεται σε λίγες ημέρες.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ποικιλιών, που επηρεάζει το χημικό αραίωμα, είναι το μέγεθος των ανθέων. Οι ποικιλίες της ροδακινιάς διαφέρουν σε μέγεθος πετάλων, που κυμαίνεται από μεγάλα φανταχτερά Fay Elberta έως μικρά μη εντυπωσιακά Halford.

Συνεπώς, το ποσοστό των ανθέων, που οι ψεκαστικές σταγόνες θα διαβρέξουν, ποικίλλει από ποικιλία σε ποικιλία. Επίσης τα μικρά πέταλα της ποικιλίας Halford επιτρέπουν στα στίγματα και τους στύλους να προεξέχουν από τον ανθοφόρο οφθαλμό, πριν από την άνθηση.

Το ανθικό αυτό χαρακτηριστικό καθιστά τις ωοθήκες πιο εκτεθειμένες στις καυστικές ουσίες απ' εκείνες που καλύπτονται από τα μεγάλα πέταλα των εντυπωσιακών ανθέων.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997