Αδρομυκώσεις ελιάς
Βερτισιλλίωση
Θεωρούνται από τις πιο σοβαρές μυκητολογικές ασθένειες των πυρηνοκάρπων, της ελιάς, της φιστικιάς και του αμπελιού και οφείλονται σε μύκητες του γένους. Γι' αυτό το λόγο λέγονται και βερτισιλλιώσεις. Εξελίσσονται αργά και προσβάλλουν τα αγγεία των δένδρων προκαλώντας μαρασμό και αποξήρανση κλάδων ή ολόκληρου του δένδρου.
Στην ελιά, η ασθένεια εκδηλώνεται με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι με την μορφή του απότομου μαρασμού (αποπληξία), όταν προσβάλλεται ολόκληρο το δένδρο. Η αποπληξία παρατηρείται κυρίως σε νεαρά δένδρα και φυτώρια. Σε αυτή την περίπτωση τα φύλλα συστρέφονται προς τα κάτω, παίρνουν ένα σκούρο γκρι ή καστανό χρώμα και αποξηραίνονται, ενώ παραμένουν πάνω στο δένδρο. Ο δεύτερος τρόπος, αφορά την αργή αποξήρανση του δένδρου, ως ημιπληγία σε ένα ή περισσότερα κλαδιά, που με την πάροδο του χρόνου επεκτείνεται σε ολόκληρη την κόμη. Σε αυτή την περίπτωση προκαλείται μαρασμός, τα φύλλα κιτρινίζουν και σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση, πέφτουν. Τα ξηρά κλαδιά παραμένουν γυμνά και τελικά επέρχεται ολοκληρωτική ξήρανση του δένδρου. Ο χαρακτηριστικός μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου, σπάνια παρατηρείται στην ελιά.
Οι βερτισιλλιώσεις των δένδρων προκαλούνται από τους αδηλομύκητες Verticillium dahliae και Verticillium albo-atrum. Στη χώρα μας το πρώτο είδος έχει βρεθεί ότι προκαλεί την προσβολή στις πολυετείς καλλιέργειες. Αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι ο V.dahliae ευνοείται από μέσες θερμοκρασίες, ενώ ο V.albo-atrum είναι περισσότερο διαδεδομένος σε περιοχές με υγρό και ψυχρό κλίμα. Οι βερτισιλλιώσεις είναι τυπικά εδαφογενείς ασθένειες. Το παθογόνο επιβιώνει κυρίως με τα μικροσκληρώτια, αλλά και σαν μυκήλιο και σπόρια (κονίδια) στα προσβεβλημένα υπολείμματα των καλλιεργειών και διατηρείται στο έδαφος για πολλά χρόνια (8-14). Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεώς τους είναι τα διάφορα ζιζάνια - ξενιστές. Τα παθογόνα διασπείρονται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος το οποίο μεταφέρεται με τα εργαλεία ή τις καλλιεργητικές μηχανές. Σε μεγάλες αποστάσεις η μεταφορά τους γίνεται με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Οι μύκητες μολύνουν από τη ρίζα και εγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου, όπου με μικροσκοπική εξέταση μπορούν να διακριθούν οι υφές του μυκηλίου και τα σπόριά του (κονίδια).
Προληπτικά συνιστάται εγκατάσταση των δένδρων μακριά από χωράφια όπου καλλιεργούνται ετήσια φυτά ευαίσθητα στις αδρομυκώσεις και σε εδάφη απαλλαγμένα από μολύσματα (π.χ. με ηλιοαπολύμανση). Επίσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό και ανθεκτικές ποικιλίες ή υποκείμενα. Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγεται η συγκαλλιέργεια των δένδρων με ευπαθή ετήσια φυτά (π.χ. βαμβάκι). Η άρδευση των δένδρων δεν θα πρέπει να γίνεται με αυλάκια διότι τα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό στα υγιή δένδρα. Επίσης συνιστάται να γίνεται επιμελής ζιζανιοκτονία με χημικά μέσα, έτσι ώστε να αποφεύγονται πληγές στο ριζικό σύστημα των δένδρων. Κατασταλτικά συνιστάται ξερίζωμα των προσβεβλημένων δένδρων, κάψιμό τους και απολύμανση του χώρου που καταλάμβανε η προσβεβλημένη ριζόσφαιρα.
Phoma incompta
Είναι μια χρόνια ασθένεια της ελιάς που για πρώτη φορά παρατηρήθηκε στην Κρήτη. Παρατηρείται σε πολλές κοινότητες του Νομού Ηρακλείου όπου καλλιεργείται αποκλειστικά η ποικιλία Θρουμπολιά και Ρεθύμνης στη ποικιλία Μαστοειδής. Στη νήσο Λέσβο επίσης παρατηρείται όπου προσβάλλει την τοπική ποικιλία Κολοβή.
Τα συμπτώματα είναι βαθμιαία μάρανση των νέων βλαστών οι οποίοι στη συνέχεια αποξηραίνονται χωρίς αποφύλλωση και αυτός ο έντονος καστανός μεταχρωματισμός εκτείνεται σε όλο το μήκος των προσβεβλημένων κλάδων. Ο μύκητας αυτός (Phoma incopta) εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου των βλαστών της ελιάς και προκαλεί τα περιγραφέντα συμπτώματα. Πάνω στα προσβεβλημένα κλαδιά σχηματίζει μικρά, μαύρα, σφαιρικά πυκνίδια, τα οποία πολλές φορές είναι συνενωμένα. Ο μύκητας αυτός αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 10 - 33οC και έχει άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης 29οC. Οι μολύνσεις πραγματοποιούνται με τα πυκνιδιοσπόρια τα οποία ως μυξοσπόρια που είναι, απελευθερώνονται και διασπείρονται κυρίως με τη βροχή. Η είσοδος του μύκητα μέσα στους ιστούς γίνεται μέσω πληγών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ουλές των φύλλων παίζουν σημαντικό ρόλο στη μόλυνση των βλαστών της ελιάς.
Η αρχή της άνοιξης φαίνεται ότι είναι η ευνοϊκότερη περίοδος για τις μολύνσεις, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μολύνσεις γίνονται όλο τον χρόνο, εφόσον υπάρχουν βροχοπτώσεις. Η θερμοκρασία που ευνοεί τις μολύνσεις και την πρόοδο της ασθένειας κυμαίνεται από 25 - 29οC.
Όσο για τον τρόπο καταπολέμησης, η συστηματική αφαίρεση κατά την ξηρή περίοδο των κλάδων που έχουν προσβληθεί και καταστροφή αυτών με φωτιά βοηθά στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Επιπροσθέτως, ένας άλλος τρόπος είναι η διενέργεια 1 με 2 ψεκασμών κατά τη βροχερή περίοδο. Έχει διαπιστωθεί ότι οι ποικιλίες Κορωνέικη και Μανάκι παρουσιάζουν μερική ανθεκτικότητα στην ασθένεια.