Βιοποικιλότητα
Ορισμός: Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα που υπεγράφη στο Ρίο το 1992,[1] ως ‘βιολογική ποικιλότητα’ (ή βιοποικιλότητα) νοείται η ποικιλία των ζωντανών οργανισμών κάθε προέλευσης περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, χερσαίων, θαλάσσιων και άλλων των υδατικών οικοσυστημάτων και οικολογικών συμπλεγμάτων, των οποίων αποτελούν μέρος. Περιλαμβάνεται, επίσης, η ποικιλότητα εντός των ειδών, μεταξύ ειδών και οικοσυστημάτων. Πιο απλά, ως βιοποικιλότητα ορίζεται η ποικιλία της ζωής σε όλες τις μορφές της (φυτά, ζώα, μύκητες κ.λπ.) και σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης της (γονίδια, οργανισμοί, οικοσυστήματα). Τα διάφορα φυτά, ζώα και μικροοργανισμοί, τα γονίδια που περιέχουν και τα οικοσυστήματα που σχηματίζουν. Έτσι, ο όρος “βιοποικιλότητα” αγκαλιάζει όλη τη ζωή στη Γη.
Γιατί είναι σημαντική η βιοποικιλότητα:
H βιοποικιλότητα είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής επάνω στη Γη. Η πραγματική της αξία είναι ανυπολόγιστη, καθώς παρέχει τη δυνατότητα σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς να προσαρμόζονται σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η βιοποικιλότητα είναι ζωτική για την υγεία και την ευημερία του παγκόσμιου πληθυσμού. Βελτιώνει την ποιότητα ζωής και ενισχύει το βιοτικό επίπεδο, συντελεί στην κοινωνική ευημερία και συνοχή και προσφέρει νέες ευκαιρίες για επένδυση και εργασία.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η ανθρωπότητα επωφελήθηκε κατά πολύ από την ανάπτυξη, η οποία εμπλούτισε την καθημερινότητα του παγκόσμιου πληθυσμού. Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος της εν λόγω ανάπτυξης συνδυάστηκε με την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας.
Η απώλεια της βιοποικιλότητας προκαλεί προβληματισμό, όχι μόνο λόγω της ιδιαίτερης εγγενούς αξίας της, αλλά και επειδή η βιοποικιλότητα αποτελεί στοιχείο του υποβάθρου επί του οποίου βασίζονται η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη και η απασχόληση, καθώς και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2006).[2]
Η απώλεια της βιοποικιλότητας συνεπάγεται υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχουν τα οικοσυστήματα, δηλαδή των διεργασιών και λειτουργιών που παρέχονται από το φυσικό περιβάλλον και ωφελούν τον άνθρωπο. Τέτοιες υπηρεσίες είναι η παραγωγή τροφίμων, καυσίμων, ινών και φαρμακευτικών ουσιών, η ρύθμιση των υδάτων, του αέρα και του κλίματος, η διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους και του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων.
Το παγκόσμιο πρόγραμμα «Αξιολόγηση Χιλιετίας των Οικοσυστημάτων» (Millennium Ecosystem Assessment) του 2005[3], το οποίο παρέχει ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πλαίσιο κατηγοριοποίησης αυτών των υπηρεσιών, τονίζει ότι οι περισσότερες από τις εν λόγω υπηρεσίες υποβαθμίζονται. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι διασπαθίζεται το κεφάλαιο φυσικών πόρων της γης και βρίσκεται σε κίνδυνο η ικανότητα των οικοσυστημάτων να υποστηρίξουν τις μέλλουσες γενεές.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα, οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμα οφέλη προκύψουν, αναμφίβολα θα αναιρεθούν από μαζικές μακροπρόθεσμες απώλειες. Η επιδείνωση είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μόνο εάν επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές στην πολιτική και στην πράξη.
Η Ελλάδα, ιδιαίτερα προικισμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, φέρει αντίστοιχο βάρος ηθικής ευθύνης για τη διατήρηση της, την αειφορική χρήση της, και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των πλεονεκτημάτων, που θα προκύψουν από τη χρήση των γενετικών πόρων για τις γενιές που έρχονται.[4]
Οικολογικά Οφέλη:
Βιβλιογραφία
- ↑ Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα.
- ↑ Βιοποικιλότητα.
- ↑ Millennium Ecosystem Assessment.
- ↑ Τράπεζα της Ελλάδος Ευρωσύστημα, Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής: Κίνδινοι της Κλιματικής Μεταβολής στη Βιοποικιλότητα και στα Οικοσυστήματα, Ευγενία Βέλλα, Ευθυμία Κυριακοπούλου, Αναστάσιος Ξεπαπαδέας κ.α., Ιούνιος 2011, PDF