Ωρίμανση δαμάσκηνων

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 11:12, 25 Ιουνίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, είναι ώριμα, όταν ο φλοιός και η σάρκα των καρπών αποκτήσουν τον τυπικό χρωματισμό της ποικιλίας. Σαν κριτήριο ωριμότητας μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό τα διαλυτά στερεά (18%) και η συνεκτικότητα της σάρκας. Για τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για αποξήρανση, χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ωριμότητας το χρώμα, τα διαλυτά στερεά και η συνεκτικότητα της σάρκας, πάντοτε σε συνδυασμό.

  • Χρώμα

Η πρώτη πραγματική ένδειξη έναρξης ωρίμασης ενός καρπού είναι η εμφάνιση κοκκινωπής απόχρωσης στο φλοιό, που αρχίζει περίπου 20-30 μέρες πριν από τη συγκομιδή και εξελίσσεται στο χαρακτηριστικό κοκκινωπό-βαθυκόκκινο χρώμα, που είναι το τελικό χρώμα ενός ώριμου καρπού της κατηγορίας αυτής. Το πράσινο χρώμα της σάρκας αρχίζει να εξαφανίζεται λίγο αργότερα από την εμφάνιση των αλλαγών του χρώματος του φλοιού. Η πλήρης εξαφάνιση του πράσινου χρώματος από τη σάρκα που παίρνει μια κίτρινη έως κεχριμπάρι εμφάνιση, είναι το καλύτερο κριτήριο ωριμότητας, αλλά ο προσδιορισμός του με ακρίβεια δυστυχώς είναι πολύ δύσκολος στον οπωρώνα κυρίως.

  • Συνεκτικότητα σάρκας

Το κριτήριο αυτό, μετά απ' το χρώμα της σάρκας, είναι το πιο σημαντικό. Η μέτρηση της συνεκτικότητας είναι ευκολότερη και πιο πρακτική. Η σάρκα του καρπού, όταν είναι πράσινη και άγουρη, είναι πολύ ανθεκτική στις εξωτερικές δυνάμεις πίεσης, αλλά καθώς προχωρεί η ωρίμαση, η κατασκευή της σάρκας αλλάζει, γίνεται μαλακώτερη και τελικά δεν προβάλλει αντίσταση σε εξωτερική πίεση. Για το σκοπό αυτό υπάρχουν διάφορα ειδικά όργανα, ο δε βαθμός συνεκτικότητας μετριέται σε Kg. Συνήθως χρησιμοποιούνται δείγματα περίπου 20 καρπών, που συνελέγησαν τυχαία, και λαμβάνεται ο μέσος όρος των μετρήσεων.

  • Διαλυτά στερεά

Σαν κατώτερη τιμή σε διαλυτά στερεά λαμβάνεται εκείνη του 24%. Αν όμως η παραγωνή ενός δένδρου είναι αρκετά μεγάλη, σε σχέση με την παραγωγική του δυνατότητα, η περιεκτικότητα των καρπών σε διαλυτά στερεά δε θα φθάσει το 24%, και αν ακόμα ο καρπός είναι πλήρως ώριμος. Γι’ αυτό η αξία του κριτηρίου είναι περιορισμένη. Προς τα τέλη της εποχής συνηθίζεται να λαμβάνονται μετρήσεις διαλυτών στερεών 30 έως 34%, πολύ μεγαλύτερες δηλ. από το φυσιολογικό όριο (24%). Η εξήγηση είναι απλή. Το δένδρο διοχετεύει στον καρπό όλα τα διαλυτά στερεά, που είναι ικανό να παράγει με τη φωτοσύνθεση, και ο καρπός φθάνει στο μέγιστο της ωριμότητας, όταν η περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών είναι ίση ή μικρότερη από 24%. Οι επί πλέον μεταβολές στον καρπό οφείλονται στην αφυδάτωση του καρπού στο δένδρο και στην υπερωρίμαση. Ο ώριμος καρπός, που είναι έτοιμος για συγκομιδή, είναι ακόμα ζωντανός φυτικός ιστός και χρησιμοποιεί σάκχαρα. Αλλά κατά τον ίδιο χρόνο ο καρπός χάνει υγρασία, γιατί η ανταλλαγή υγρών μεταξύ δένδρου και καρπού έχει σχεδόν σταματήσει. Η περιεκτικότητα του καρπού σε διαλυτά στερεά φαίνεται να αυξάνει, γιατί η αφυδάτωση μειώνει την περιεκτικότητα της υγρασίας περισσότερο απ ότι η αναπνοή μειώνει τα διαλυτά στερεά.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.