Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του αραιώματος"
Γραμμή 25: | Γραμμή 25: | ||
Κατά την περίοδο μετά την πτώση των πετάλων, όταν το ενδοσπέρμιο και ο νουκελλικός ιστός αναπτύσσονται εντός της σπερματικής βλάστης, οι συγκεντρώσεις των ενδογενών ορμονών είναι συνεχώς διακυμαινόμενες. Το ενδοσπέρμιο είναι πλούσιο σ' ορμόνες κατά την κυτοκίνηση. Αυτή είναι η μεταβατική περίοδος της αλλαγής του ενδοσπερμίου από την ελεύθερη πυρηνική στην κυτταρική κατάσταση. | Κατά την περίοδο μετά την πτώση των πετάλων, όταν το ενδοσπέρμιο και ο νουκελλικός ιστός αναπτύσσονται εντός της σπερματικής βλάστης, οι συγκεντρώσεις των ενδογενών ορμονών είναι συνεχώς διακυμαινόμενες. Το ενδοσπέρμιο είναι πλούσιο σ' ορμόνες κατά την κυτοκίνηση. Αυτή είναι η μεταβατική περίοδος της αλλαγής του ενδοσπερμίου από την ελεύθερη πυρηνική στην κυτταρική κατάσταση. | ||
− | Αν η χημική [[Αραίωμα καρπών|αραιωτική ουσία]] εφαρμοστεί στο στάδιο αυτό ανάπτυξης του καρπού, η ολική συγκέντρωση των εξωγενών συνθετικών ουσιών και των ενδογενών συστατικών είναι μεγαλύτερη εκείνης που ανέχονται οι ιστοί, και τελικά οδηγεί στην αποκοπή των καρπών | + | Αν η χημική [[Αραίωμα καρπών|αραιωτική ουσία]] εφαρμοστεί στο στάδιο αυτό ανάπτυξης του καρπού, η ολική συγκέντρωση των εξωγενών συνθετικών ουσιών και των ενδογενών συστατικών είναι μεγαλύτερη εκείνης που ανέχονται οι ιστοί, και τελικά οδηγεί στην αποκοπή των καρπών.<ref name="Παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του αραιώματος"/> |
{{{top_heading|==}}}Καιρικές συνθήκες: Ομίχλη, Βροχή και Άνεμος{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Καιρικές συνθήκες: Ομίχλη, Βροχή και Άνεμος{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 12:37, 27 Μαρτίου 2017
Περιεχόμενα
Εισαγωγή στους παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του αραιώματος
Αν και η μηλιά αραιώνεται σε πολλές χώρες, ικανοποιητικά, ομοιόμορφα και σταθερά, αποτελέσματα δεν επιτυγχάνονται πάντοντε, γιατί η ευαισθησία στον ειδικό αραιωτικό παράγοντα ποικίλλει από κλώνο σε κλώνο και επιπλέον οι κλιματικές συνθήκες επαυξάνουν ή μειώνουν την αποτελεσματικότητα των χημικών ουσιών. Οι χημικές αραιωτικές ουσίες δεν έχουν χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ γι' άλλα καρποφόρα είδη, με εξαίρεση την αχλαδιά και την Ιαπωνική δαμασκηνιά.[1]
Ευαισθησία ποικιλιών
Για ποιους λόγους μερικές ποικιλίες αραιώνονται ευκολότερα με χημικές ουσίες απ' ότι άλλες, δεν έχει διερευνηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα. Η ευκολία ή δυσκολία του αραιώματος πρέπει να οφείλεται σε διαφορές ποικιλιών, όπως 1) στο πάχος της εφυμενίδας και την πυκνότητα των στοματίων που ρυθμίζουν το ρυθμό απορρόφησης δια των φύλλων και καρπών, 2) στη διατήρηση του νερού από τα φύλλα (στη ροδακινιά οι αδένες εκκρίνουν ουσίες, που μεταβάλλουν την επιφανειακή τάση του νερού και οι σταγόνες από τη διαβροχή δεν προσκολλώνται στα φύλλα και τους καρπούς).
Το χαρακτηριστικό αυτό επιτρέπει στις αδενοφόρες ποικιλίες να μην προσβάλλονται από ωίδιο, αρκεί η διάρκεια της βροχής να είναι σύντομη και η υψηλή σχετική υγρασία να μην είναι συνεχής, 3) στη ζωηρότητα των ανθέων και του σταδίου ανάπτυξης των καρπών, 4) στην ταχύτητα μεταφοράς της χημικής ουσίας στη ζώνη αποκοπής, και/ή στο ρυθμό μεταβολισμού της χημικοαραιωτικής ουσίας.
Η σύσταση και το πάχος της εφυμενίδας στη μηλιά ποικίλλει ανάλογα 1) με την ποικιλία 2) της θέσης των καρπών επί του δένδρου και 3) της θερμοκρασίας και υγρασίας της τοποθεσίας του οπωρώνα.
Ο χημικός παράγοντας πρέπει να απορροφηθεί δια της εφυμενίδας και να ενεργήσει τοπικά ή να μεταφερθεί στην περιοχή που θα δράσει. Η μοριακή σύσταση του χημικού παράγοντα πρέπει να είναι τέτοια, που να μπορεί να διαπεράσει αρκετά χημικά εμπόδια. Η επιδερμίδα επικαλύπτεται με μια κηρώδη εφυμενίδα, που απωθεί το νερό. Το κυτταρικό τοίχωμα κάτω απ' το κηρώδες στρώμα είναι από κελλουλόζη και γι' αυτό είναι υδροφυλλικό στο νερό. Το πιο εξωτερικό κυτταροπλασμικό στρώμα, η πλασμική μεμβράνη, είναι πρωτεϊνούχος και λιπόφιλη. Τα πολικά συστατικά περιλαμβανομένου και του νερού, δε διαπερνούν εύκολα το στρώμα αυτό. Επομένως, η αραιωτική ουσία πρέπει να διαχυθεί δια μέσου των διαφόρων αυτών στρωμάτων και να μπει στο κυτταρόπλασμα, το μεταβολικό μέρος των κυττάρων, για να επενεργήσει.
Ένας άλλος παράγοντας, που μπορεί να συμβάλει στην αστάθεια του αραιώματος, είναι οι ανάγκες σε ψύχος των διαφόρων ποικιλιών. Αυτές που χρειάζονται πολλές ώρες ψύχους συνήθως έχουν μακρότερη ανθική περίοδο απ' εκείνες, που χρειάζονται λίγες ώρες ψύχους. Ο χρόνος εφαρμογής του ψεκασμού δεν είναι κρίσιμος, αν η περίοδος άνθησης επεκτείνεται περισσότερο συγκριτικά με εκείνη που συμπληρώνεται σε λίγες ημέρες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ποικιλιών, που επηρεάζει το χημικό αραίωμα, είναι το μέγεθος των ανθέων. Οι ποικιλίες της ροδακινιάς διαφέρουν σε μέγεθος πετάλων, που κυμαίνεται από μεγάλα φανταχτερά Fay Elberta έως μικρά μη εντυπωσιακά Halford.
Συνεπώς, το ποσοστό των ανθέων, που οι ψεκαστικές σταγόνες θα διαβρέξουν, ποικίλλει από ποικιλία σε ποικιλία. Επίσης τα μικρά πέταλα της ποικιλίας Halford επιτρέπουν στα στίγματα και τους στύλους να προεξέχουν από τον ανθοφόρο οφθαλμό, πριν από την άνθηση.
Το ανθικό αυτό χαρακτηριστικό καθιστά τις ωοθήκες πιο εκτεθειμένες στις καυστικές ουσίες απ' εκείνες που καλύπτονται από τα μεγάλα πέταλα των εντυπωσιακών ανθέων.[1]
Στάδιο ανάπτυξης καρπού
Οι χημικές ουσίες εφαρμοζόμενες σε μια δεδομένη συγκέντρωση είναι συνήθως πιο αποτελεσματικές επί των μικροτέρων, παρά των μεγαλυτέρων σε ηλικία καρπών.
Κατά την περίοδο μετά την πτώση των πετάλων, όταν το ενδοσπέρμιο και ο νουκελλικός ιστός αναπτύσσονται εντός της σπερματικής βλάστης, οι συγκεντρώσεις των ενδογενών ορμονών είναι συνεχώς διακυμαινόμενες. Το ενδοσπέρμιο είναι πλούσιο σ' ορμόνες κατά την κυτοκίνηση. Αυτή είναι η μεταβατική περίοδος της αλλαγής του ενδοσπερμίου από την ελεύθερη πυρηνική στην κυτταρική κατάσταση.
Αν η χημική αραιωτική ουσία εφαρμοστεί στο στάδιο αυτό ανάπτυξης του καρπού, η ολική συγκέντρωση των εξωγενών συνθετικών ουσιών και των ενδογενών συστατικών είναι μεγαλύτερη εκείνης που ανέχονται οι ιστοί, και τελικά οδηγεί στην αποκοπή των καρπών.[1]
Καιρικές συνθήκες: Ομίχλη, Βροχή και Άνεμος
Οι καιρικές συνθήκες, ομίχλη, βροχή και άνεμος, επηρεάζουν το βαθμό εξάτμισης του νερού και γι' αυτό μεταβάλλουν την αποτελεσματικότητα του αραιωτικού παράγοντα. Ανάλογα με τη σχετική ατμοσφαιρική υγρασία, κατά το χρόνο εφαρμογής της αραιωτικής ουσίας, το 15-25% της ενεργού δραστικής ουσίας εισέρχεται στο φύλλο. Γι' αυτό, αν η ομίχλη είναι έντονη μετά από ψεκασμό των δένδρων, μερικά από τα χημικά υπολείμματα επί της επιφάνειας των φύλλων θα διαλυθούν και θα επανεργοποιηθούν. Αυτά θα εισχωρήσουν στα φύλλα, και θα προκαλέσουν υπερβολικό αραίωμα καρπών.
Μια ελαφριά βροχή θα έχει την ίδια επίδραση, αλλά η έντονη βροχή θα ξεπλύνει τα χημικά υπολείμματα και θα μειώσει την αποτελεσματικότητα του αραιωτικού συστατικού.
Ο άνεμος ξεραίνει τα υπολείμματα της αραιωτικής ουσίας τόσο πολύ, ακόμα και όταν είναι αδύναμος, με αποτέλεσμα η περισσότερη χημική ουσία να παραμείνει στη φυλλική επιφάνεια ως αδρανές υπόλειμμα. Αν και το υπόλειμμα χάνει την αποτελεσματικότητα του με το χρόνο, η χημική ουσία μπορεί να επανεργοποιηθεί με ομίχλη ή βροχή, μετά από τον ψεκασμό.
Ο ψεκασμός κατά τις ημέρες που φυσάει ο άνεμος, δε συνιστάται, γιατί η κάλυψη μπορεί να είναι πτωχή. Αν το έδαφος είναι πολύ υγρό μετά από έντονη βροχή, οι ψεκασμοί γίνονται με αεροπλάνα ή ελικόπτερα. Οι αεροψεκασμοί δεν είναι νόμιμοι σ' ορισμένες τοποθεσίες, αν η ταχύτητα του ανέμου υπερβαίνει κάποια ταχύτητα.
Αν το ψεκαστικό υγρό πέσει σε διπλανές καλλιέργειες, για τις οποίες δε συνιστάται, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.[1]
Χημική αστάθεια
Μερικοί μηχανισμοί εμποδίζουν τη σταθερότητα των χημικών ουσιών, που προάγουν ή εμποδίζουν την αποκοπή. Το ενδογενές ΙΑΑ διασπάται γρήγορα όταν οι ιστοί εκτεθούν στον ήλιο, ενώ άλλα συστατικά τύπου indole ενώνονται τάχιστα με τα αμινοξέα ή σάκχαρα. Η διάσπαση του ethephon εξαρτάται από το pH. Η παραλλακτικότητα του pH του νερού, που χρησιμοποιείται για τη διάλυση της χημικής ουσίας, μπορεί να είναι ένας παράγοντας υπεύθυνος για την αναποτελεσματικότητα, που έχει αναφερθεί για τη συγκεκριμένη χημική ουσία.
Η κινετίνη, που εμποδίζει την αποκοπή των ανθέων της καρυδιάς, αποσυντίθεται σε τέσσερα τουλάχιστον υποπροϊόντα εντός 24 ωρών σε οποιαδήποτε επιφάνεια.[1]
Προσκολλητικές η διαβρεκτικές ουσίες
Οι προσκολλητικές ουσίες προστίθενται στα ψεκαστικά αραιωτικά διαλύματα, για ν' αυξηθεί η απορρόφηση τους από τα φύλλα και τους καρπούς. Θα πρέπει όμως να είναι συμβιβαστές και υδατοδιαλυτές ή να σχηματίζουν ένα λεπτό γαλάκτωμα. Τα προσκολλητικά μειώνουν την επιφανειακή τάση ενός διαλύματος, και οι σταγόνες του ψεκαστικού υγρού, αντί να παραμένουν, ως σταγόνες επί της επιφάνειας του φύλλου, διασκορπίζονται και σχηματίζουν ένα λεπτό στρώμα. Η αύξηση της επιφανειακής διασποράς του διαλύματος πάνω στη φυλλική επιφάνεια έχει ως αποτέλεσμα περισσότερη αραιωτική ουσία να εισέρχεται στα επιδερμικά κύτταρα, αλλά το διάλυμα έτσι εξατμίζεται ταχύτερα.[1]
Σχετικές σελίδες