Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ρετσινολαδιά φυτό"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Γενικά στοιχεία{{{top_heading|==}}} Η ρετσινολαδιά είναι πολυετές φυ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 12:40, 9 Αυγούστου 2013
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η ρετσινολαδιά είναι πολυετές φυτό που ανήκει στην οικογένεια Euphorbiaceae και κατάγεται από την τροπική ζώνη της Αφρικής. Καλλιεργείται κυρίως στην Ινδία και τη Βραζιλία και δευτερευόντως σε Αργεντινή, Μεξικό και στις ΗΠΑ. Το φυτό καλλιεργείται για τους ελαιούχους σπόρους του και το λάδι (35-55 %) χρησιμοποιείται σαν λιπαντικό, υδραυλικό υγρό καθώς και στην ιατρική. Η πίτα που απομένει μετά την εξαγωγή του λαδιού περιέχει αλκαλοειδή, είναι δηλητηριώδης και αξιοποιείται στην παρασκευή λιπασμάτων. Στην Ελλάδα, η ρετσινολαδιά δοκιμάσθηκε στο παρελθόν ως καλλωπιστικό φυτό.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η ρετσινολαδιά, αν και είναι πολυετές φυτό σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές, καλλιεργείται ως ετήσιο με ύψος που φθάνει τα 1-4m. Το ριζικό σύστημα της ρετσινολαδιάς είναι πασσαλώδες και φέρει πληθώρα πλευρικών ριζών που εκφύονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Τα φύλλα, με εξαίρεση αυτά του πρώτου γονάτου, εκφύονται κατ’ εναλλαγή και είναι έμμισχα, μεγάλου μεγέθους και φέρουν χαρακτηριστικούς λωβούς. Η ταξιανθία είναι βοτρυώδης και τα άνθη της ρετσινολαδιάς είναι απέταλα και διακρίνονται σε αρσενικά και θηλυκά (στο πάνω μέρος της ταξιανθίας) και απαντώνται σε αριθμό που ποικίλει ανάλογα με το μέγεθος της ταξιανθίας. Οι σπόροι των σύγχρονων ποικιλιών είναι χρώματος καφέ και βάρους 3-3,5gr. Το περισπέρμιο αποτελεί το 25% του συνολικού βάρους του σπόρου, ενώ το λάδι αποτελεί περί το 50% του ξηρού βάρους του. Την εμφάνιση της κύριας ταξιανθίας ακολουθεί η έκπτυξη πλευρικών βλαστών, σε αριθμό που εξαρτάται από την πυκνότητα φύτευσης και την ποικιλία, από τα γόνατα που βρίσκονται κάτω από αυτό που φέρει την ταξιανθία. Σε συνθήκες αγρού εκφύονται 2-3 βλαστοί σε έναν χρόνο. Οι ταξιανθίες που εμφανίζονται στους πλευρικούς βλαστούς αποτελούν τη "δεύτερη άνθιση". Διαδοχικοί πλευρικοί βλαστοί εκφύονται στα γόνατα κάτω από τις ταξιανθίες και η ανάπτυξη του φυτού συνεχίζεται με ανάλογο τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του φυτού. Ο βιολογικός κύκλος της ρετσινολαδιάς διαρκεί περίπου 140-180 ημέρες, ανάλογα με την ποικιλία και τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή καλλιέργειας.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η ρετσινολαδιά είναι φυτό που παρουσιάζει σχετικά ευρεία προσαρμοστικότητα σε ποικίλες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Απαιτεί περίοδο περί τις 180 ημέρες χωρίς παγετούς, υψηλές θερμοκρασίες από Απρίλιο έως Σεπτέμβριο με μέσο ύψος βροχοπτώσεων περί τα 350-400mm. Η υψηλή υγρασία και βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της άνθισης και του γεμίσματος του σπόρου είναι επιζήμιες. Γενικά, η ρετσινολαδιά προσαρμόζεται άριστα στις περιοχές του Νοτιοδυτικού ημισφαιρίου.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η ρετσινολαδιά είναι φυτό που αναπτύσσεται σε γόνιμα, με καλή στράγγιση εδάφη αλλά προτιμά τα αμμώδη ή αργιλοπηλώδη εδάφη με pH που κυμαίνεται από 4,5 έως 8,3.[1]
Ποικιλίες
Αποτέλεσμα βελτιωτικών προγραμμάτων ρετσινολαδιάς είναι οι νάνες ποικιλίες και υβρίδια με ύψος που κυμαίνεται μεταξύ 0.9-1.5m έναντι του ύψους των κλασικών ποικιλιών που συνήθως είναι περί τα 1,8-3,7m. Μερικές από τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες ρετσινολαδιάς είναι οι νάνες Hale και Lynn, που πλέον χρησιμοποιούνται ως επικονιαστές για την παραγωγή υβριδίων, καθώς επίσης και οι ποικιλίες Conner και Kansas (ΗΠΑ), Rica και Venda (Γαλλία) και T-3, CS-9 και SKI-7 (Ινδία).[1]
Ασθένειες
Εχθροί
Πληροφοριακά στοιχεία
|
|
| ||||||||||||