Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φυλλοβολα καρποφόρα δένδρα, Φιστικιά"
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
* Βλαστό με επάκριο ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια ουλές οφθαλμών (σε δένδρα που καρποφόρησαν τον προηγούμενο χρόνο). | * Βλαστό με επάκριο ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια ουλές οφθαλμών (σε δένδρα που καρποφόρησαν τον προηγούμενο χρόνο). | ||
+ | |||
+ | Ο ξυλοφόρος οφθαλμός, εκπτυσσόμενος την άνοιξη, δίνει βλαστό επεκτάσεως ή πλάγια βλάστηση με [[Φύλλα|φύλλα]] και ξυλοφόρους ή απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς στις μασχάλες αυτών. | ||
+ | |||
+ | Κατά κανόνα όμως η κύρια καρποφορία της φιστικιάς φέρεται στους βλαστούς επεκτάσεως. | ||
Αναθεώρηση της 08:41, 8 Αυγούστου 2016
Η φιστικιά φέρει ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και απλών ανθοφόρων οφθαλμών, μακροσκοπικά είναι εύκολη.
Οι ξυλοφόροι οφθαλμοί έχουν σχήμα κωνικό και απαντούν επάκρια ή πλάγια των βλαστών, ενώ οι απλοί ανθοφόροι οφθαλμοί έχουν σχήμα σφαιροκωνικό, είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος από τους ξυλοφόρους και απαντούν πάντοτε πλάγια των βλαστών.
Στη φιστικιά, ανάλογα με τη ζωηρότητα και το αν φέρει ή όχι καρποφορία το δένδρο διακρίνουμε τέσσερα είδη βλαστών:
- Βλαστό με επάκριο ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια επίσης ξυλοφόρους οφθαλμούς (σε νεαρά δένδρα ή πολύ ζωηρά).
- Βλαστό με επάκριο ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Στην περίπτωση αυτή οι ξυλοφόροι οφθαλμοί βρίσκονται προς το επάκριο τμήμα του βλαστού (σε μέτριας ζωηρότητας δένδρα).
- Βλαστό με επάκριο ξυλοφόρο οφθαλμό και πλαγια απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς (σε αδύνατα δένδρα).
- Βλαστό με επάκριο ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια ουλές οφθαλμών (σε δένδρα που καρποφόρησαν τον προηγούμενο χρόνο).
Ο ξυλοφόρος οφθαλμός, εκπτυσσόμενος την άνοιξη, δίνει βλαστό επεκτάσεως ή πλάγια βλάστηση με φύλλα και ξυλοφόρους ή απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς στις μασχάλες αυτών.
Κατά κανόνα όμως η κύρια καρποφορία της φιστικιάς φέρεται στους βλαστούς επεκτάσεως.
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997