Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Λωτός"
Γραμμή 139: | Γραμμή 139: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::20| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::20| ]] | ||
− | [[Category:Λοιπά | + | [[Category:Λοιπά δένδρα]] |
Αναθεώρηση της 11:51, 13 Σεπτεμβρίου 2013
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Την σημερινή εποχή η καλλιέργεια του λωτού καταλαμβάνει θέση πρωταρχικής σημασίας στα κράτη της Άπω Ανατολής, που παραδοσιακά χρησιμοποιούν τον λωτό στην καθημερινή διατροφή τους. Η μετανάστευση πληθυσμών από τις χώρες αυτές υπήρξε και η βασικότερη αιτία της εξάπλωσης της καλλιέργειας αυτής σε συνάρτηση με την διείσδυση της στις τοπικές κουλτούρες. Στην Ευρώπη μέχρι το 2005 η παραγωγή λωτών κυμαινόταν περίπου στους 95.000 τόνους, που κάλυπταν τις ανάγκες της. Κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα παραγωγής λωτών υπήρξε η Ιταλία με παραγωγή γύρω στους 51.000 τόνους ετησίως. Ποσότητα πέντε φορές χαμηλότερη από ότι την δεκαετία του 1950. Βάση νεώτερων στοιχείων την τελευταία τριετία η Ισπανία είναι η κυρίαρχη χώρα στην παραγωγή Λωτών στην Ευρώπη, με 70.000 τόνους ετησίως χάρις κυρίως στην επιλογή και χρήση της τοπικής καλλιέργειας Rojo Brillante (58.000 τόνους το 2008). Άξιο αναφοράς είναι επίσης ότι το 62% της παραγωγής σε λωτό η Ισπανία το εξάγει.
Βάση στοιχείων οι συστηματικές φυτείες λωτού στην Ελλάδα είναι 700-1000 στρέμματα ενώ παράλληλα καλλιεργούνται και αρκετά διάσπαρτα δέντρα σε φυτείες άλλων οπωροφόρων και σε αυλές και κήπους σπιτιών με μια μέση παραγωγή περίπου 2.000 τόνων/έτος. Το φυτό καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ακόμα και στις βόρειες επειδή αντέχει σε θερμοκρασίες μέχρι και -18oC. Επιπλέον από κάποιους καλλιεργητές έχουν επιλεγεί κάποιες τοπικές ποικιλίες με κριτήρια την καλή ποιότητα τους, την παρουσία σπόρων και την εποχή ωρίμανσης τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των καρπών λωτού καταναλώνεται από τους ίδιους τους παραγωγούς, αλλά ένα μικρό μερίδιο διατίθεται στην τοπική αγορά επιτυγχάνοντας υψηλές τιμές πώλησης (σ.σ. το Νοέμβριο του 2009 σε αγορά των Χανίων η τιμή κυμαινόταν από 1-1,5 €/kgr ανάλογα με την ποιότητα).[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Είναι δέντρο συνήθως φυλλοβόλο, μέτριου έως μεγάλου μεγέθους (6-12m), με βλάστηση πλαγιόκλαδη. Τα φύλλα είναι κατ΄ εναλλαγή, μεγάλα, ελλειψοειδή και γυαλιστερά. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και μικτούς καρποφόρους, έχουν σχήμα ωοειδές, φέρονται επάκρια ή πλάγια των βλαστών και διακρίνονται μακροσκοπικά δύσκολα. Τα άνθη έχουν μήκος περίπου 1,9cm, σχήμα καμπανοειδές και χρώμα λευκοκίτρινο. Τα αρσενικά άνθη έχουν 16-24 στήμονες, ενώ τα θηλυκά 8 στημονοειδή. Κάθε άνθος αρσενικό ή θηλυκό φέρει συνήθως 4 σέπαλα και ισάριθμα πέταλα, σπάνια δε 3-7. Η ωοθήκη των θηλυκών ανθέων είναι πολύχωρη (4-12 χώρους) και φέρει 2-6 στύλους. Ο καρπός είναι ράγα, έχει μεγάλο μέγεθος και διάφορα σχήματα, ωοειδές, σφαιρικό κωνικό και επίμηκες. Ο φλοιός έχει χρώμα ωχρό-πορτοκαλί έως κόκκινο. Η σάρκα είναι πορτοκαλί έως κόκκινη και γευστική. Περιέχει από 0-8 σπόρους.[2]
Τρόπος καρποφορίας
Οι ξυλοφόροι και οι μικτοί οφθαλμοί εκπτύσσονται την άνοιξη (Απρίλιο). Ο ξυλοφόρος οφθαλμός δίνει βλαστό με ξυλοφόρους ή μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς στις μασχάλες των φύλλων και ο μικτός καρποφόρος βλάστηση με ξυλοφόρους ή μικτούς καρποφόρους και άνθη στις μασχάλες των φύλλων, που θα εξελιχθούν σε καρπούς. Ήτοι ο λωτός καρποφορεί από μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς πλάγια σε τρέχουσα βλάστηση. Η διαφοροποίηση των οφθαλμών του λωτού γίνεται το καλοκαίρι και οι πρώτες καταβολές άνθεων διαπιστώνονται κατά τον Ιούλιο μήνα. Ο λωτός μπαίνει σε αξιόλογη καρποφορία από τον 3ο-4ο χρόνο της ηλικίας του. Η παραγωγική ζωή του υπολογίζεται περίπου σε 40-50 χρόνια. [2]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Η βιολογία του λωτού είναι σύνθετη μιας και εκτός του ότι μπορεί να εμφανίσει και τα τρία είδη ανθέων είναι πιθανοί και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί τους (μονόικα, δίοικα και πολύγαμο-δίοικα). Γενικά πάντως οι καλλιέργειες εμπορικού ενδιαφέροντος έχουν μόνο θηλυκά άνθη και συνήθως σχηματίζουν άσπερμους καρπούς. Η παραγωγή με μεθόδους παρθενοκαρπίας χαρακτηρίζει τις πιο ενδιαφέρουσες ποικιλίες με συνέπεια την διαμόρφωση άσπερμων καρπών. Η επικονίαση βέβαια εγγυάται μια πιο κανονική ανάπτυξη του καρπού και ασκεί σημαντική επιρροή στις οργανοληπτικές ιδιότητες, ανάλογα με την ποικιλία. Εκτός του ότι μειώνει το ποσοστό πτώσης τόσο στα άνθη όσο και στους καρπούς, εξασφαλίζει μεγαλύτερη παραγωγή. Τα αποτελέσματα της επικονίασης μελετήθηκαν στην Ιαπωνία όπου δοκιμές σε φυτά λωτού την ημέρα της άνθησης και την επόμενη οδήγησαν σε υψηλά ποσοστά καρπόδεσης. Ο ρόλος των μελισσών και άλλων εντόμων επικονιαστών μελετήθηκε εκτενώς ώστε να εκτιμήσουμε το ποσοστό της συνεισφοράς τους στην παραγωγή ποικιλιών που φαίνεται να ευνοούνται από την επικονίαση. Από αυτές τις μελέτες προέκυψε πως το άνθος του λωτού είναι πολύ ελκυστικό για τις μέλισσες, ενώ είναι ανεπαρκώς επισκέψιμο από άλλα έντομα. Λίγες παραπάνω λεπτομέρειες για τη θεματική ενότητα της επικονίασης-γονιμοποίησης του λωτού στον παρακάτω σύνδεσμο.
Επικονίαση-Γονιμοποίηση λωτού[1]
Πολλαπλασιασμός
Οι ποικιλίες του είδους Diospyros virginiata πολλαπλασιάζονται με ενοφθαλμισμό ή εγκεντρισμό σε σπορόφυτα του ίδιου είδους. Επίσης μπορεί εύκολα να πολλαπλασιαστεί και με μοσχεύματα ριζών. Η βλάστηση των σπόρων είναι μάλλον βραδεία γιατί οι σπόροι χαρακτηρίζονται από μικρή ικανότητα απορρόφησης νερού. Συνιστάται στρωμάτωση των σπόρων σε θερμοκρασία περίπου 10oC για 60-90 ημέρες. Τα σπορόφυτα χαρακτηρίζονται απο θυσσανώδες ριζικό σύστημα και μεταφυτεύονται εύκολα.
Οι ποικιλίες του είδους Diospyros kaki πολλαπλασιάζονται με εγκεντρισμό σε σπορόφυτα υποκείμενα. Συνιστάται ο αγγλικός εμβολιασμός νωρίς την άνοιξη, όταν το υποκείμενο και το εμβόλιο βρίσκονται σε λήθαργο. Η συνήθης μέθοδος βλάστησης των σπόρων των ειδών Diospyros lotus και Diospyros kaki συνιστάται σε στρωμάτωση των σπόρων από το φθινόπωρο μέχρι νωρίς την άνοιξη. Αν οι σπόροι έχουν ξηραθεί, πρέπει να εμβαπτιστούν σε ζεστό νερό για 2 ημέρες πριν από τη στρωμάτωσή τους σε θερμοκρασία 10oC για 120 ημέρες. Οι σπόροι στρωματώνονται σε κιβώτια, με κάποιο υγροσκοπικό υλικό ή σπέρνονται στο σπορείο. Τα νεαρής ηλικίας σπορόφυτα χρειάζονται σκίαση. [2]
Υποκείμενα
Ως υποκείμενα του λωτού χρησιμοποιούνται τα σπορόφυτα των ειδών Diospyros lotus, Diospyros kaki και Diospyros virginiata. Και τα τρία αυτά υποκείμενα αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Κλιματικές συνθήκες
Στην καλλιέργεια του λωτού οι κλιματικές συνθήκες που θα μπορούσαν να αποβούν ζημιογόνες είναι η εμφάνιση θερμοκρασιών μικρότερων των -15oC κατά την περίοδο του λήθαργου, μικρότερων από 0oC την καλοκαιρινή και εαρινή περίοδο σε βόρειες και ορεινές περιοχές, -3oC για μια ώρα πριν το άνοιγμα των οφθαλμών, οι υπερβολικοί άνεμοι όπως και η πλήρης απουσία καλοκαιρινών βροχοπτώσεων (αν δεν αντισταθμίζονται με ανάλογα ποτίσματα). Λαμβάνοντας υπόψη μας το γεγονός ότι τα άνθη του φέρονται σε βλαστάρια που αναπτύσσονται την άνοιξη από μικτούς οφθαλμούς, όπως συμβαίνει και στο αμπέλι, η ανθοφορία αρχίζει πολύ αργά, κάτι που επιτρέπει στο φυτό την αποφυγή των κινδύνων από τις καθυστερημένες ανοιξιάτικες πάχνες. Οι δυνατοί άνεμοι, ιδιαίτερα τα καλοκαιρινά μελτέμια, μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές στα δέντρα όταν είναι φορτωμένα προκαλώντας σπασίματα του κορμού και των κλαδιών, σκίσιμο των φύλλων και ελαττώματα στους καρπούς.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Ο λωτός δείχνει μεγαλύτερη αντοχή στους διάφορους τύπους εδαφών, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικά αργιλωδών, σε σχέση με τα περισσότερα καλλιεργούμενα καρποφόρα. Παρά όλα αυτά, τα καλύτερα αποτελέσματα πετυχαίνονται καλλιεργώντας τον σε βαθιά εδάφη, γόνιμα, σταθερά εύφορα, μέσης σύστασης, ουδέτερου pH και καλά αποστραγγιζόμενα. Οι φυτείες λωτού σε πολύ αργιλώδη εδάφη μικρής διαπερατότητας και με κακή στράγγιση δεν αποδείχθηκαν προσοδοφόρες.
Σε ότι αφορά τον παράγοντα pH ο λωτός προσαρμόζεται το ίδιο καλά σε υπόξινα και υποαλκαλικά εδάφη(pH 6-8) αρκεί να μην είναι υπερβολικά συμπιεσμένα και άνυδρα. Αντέχει σε υψηλές περιεκτικότητες ασβεστίου. Υπερβολικές συγκεντρώσεις μεγαλύτερες τις τάξεως των 100 ppm για το νάτριο, 1 ppm για το βόριο και 10 ppm για το μαγγάνιο, καλό θα είναι να αποφεύγονται δεδομένων των αρνητικών τους συνεπειών στις καλλιέργειες λωτού.[1]
Ποικιλίες
Οι κυριότερες ποικιλίες του λωτού κατάγονται από την Ιαπωνία, Κορέα, Κίνα, Ισραήλ, ενώ στις χώρες της Μεσογείου κυρίαρχη θέση παίζει η ποικιλία Rojo brilliante που έχει καταγωγή από την Ισπανία. Αναλυτικές λεπτομέρεις για τη θεματική ενότητα των ποικιλιών του λωτού στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ασθένειες
Το βακτηριακό έλκος, οι σηψιρριζίες, ο καρκίνος, η αποφύλλωση και η κεφαλοσπορίωση είναι οι κυριότερες ασθένειες που προσβάλλουν τους κλάδους, τις ρίζες, τα φύλλα και τον κορμό των δέντρων. Στους καρπούς οι κυριότερες προσβολές είναι η γκρι μούχλα και το μελάνωμα. Αναλύονται εκτενέστερα στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Η μύγα της Μεσογείου ( Ceratitis capitata), ο ερυθρός ξυλοφάγος ή σαράκι (Cossus cossus), ο Τόρτρυξ (Clepsis semialbana), ο φλοιοφάγος (Synanthedon tipuliformis), τα ψευδοκοκκοειδή (Pseudococcus) είναι οι κυριότεροι εχθροί του λωτού και περιγράφονται στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|