Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Εχθρός συκιάς Ψήνας"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | |||
− | |||
− | |||
− | |||
− | |||
<span style="font-weight:bold;">Ενήλικο</span>. Το θηλυκό <ref name="Εχθρός συκιάς Ψήνας"/> είναι μαύρο ή σχεδόν μαύρο, γυαλιστερό, πτερωτό, μέσου μήκους 2,5 mm. Το αρσενικό είναι ανοιχτοκάστανο ή κεχριμπαρί, άπτερο, με την άκρη της κοιλιάς στενόμακρη και με κοντές κεραίες. | <span style="font-weight:bold;">Ενήλικο</span>. Το θηλυκό <ref name="Εχθρός συκιάς Ψήνας"/> είναι μαύρο ή σχεδόν μαύρο, γυαλιστερό, πτερωτό, μέσου μήκους 2,5 mm. Το αρσενικό είναι ανοιχτοκάστανο ή κεχριμπαρί, άπτερο, με την άκρη της κοιλιάς στενόμακρη και με κοντές κεραίες. | ||
<span style="font-weight:bold;">Ξενιστές</span>. Η συκιά, Ficus carica L. Το φυτικό αυτό είδος έχει δυο μορφές η υποείδη: την ήμερη συκιά, με τις διάφορες ποικιλίες της και τους εδώδιμους καρπούς της αφενός, και την άγρια ή αρσενική συκιά αφετέρου. Η ταξιανθία και ταξικαρπία της ήμερης και της άγριας συκιάς, το γνωστό μας σύκο, ονομάζεται συκώνιο (syconium). Ξενιστής του ψήνα είναι η άγρια συκιά, στα συκώνια της οποίας αναπτύσσεται και διαιωνίζεται. Αυτή παράγει τρείς εσοδείες άγριων σύκων (για λεπτομέρειες βλ.Grandi 1920, 1962). Η πρώτη εσοδεία του έτους είναι οι ερινεοί ή όρνοι ή ρινιοί (fioroni, orni, profichi). Αναπτύσσονται την άνοιξη ή το θέρος και έχουν θηλυκά και αρσενικά άνθη. Της δεύτερης εσοδείας τα συκώνια (forniti, mammoni) αναπτύσσονται το θέρος και ωριμάζουν τα τέλη του θέρους ή το φθινόπωρο. Περιέχουν πολλά θηλυκά άνθη και συνήθως, αλλά όχι πάντα, λίγα αρσενικά άνθη. Της τρίτης εσοδείας τα συκώνια (cratiri, mamme) αναπτύσσονται το φθινόπωρο, παραμένουν στο δέντρο το χειμώνα και ωριμάζουν την επόμενη άνοιξη. Έχουν μόνο θηλυκά άνθη, ή και λίγα αρσενικά. | <span style="font-weight:bold;">Ξενιστές</span>. Η συκιά, Ficus carica L. Το φυτικό αυτό είδος έχει δυο μορφές η υποείδη: την ήμερη συκιά, με τις διάφορες ποικιλίες της και τους εδώδιμους καρπούς της αφενός, και την άγρια ή αρσενική συκιά αφετέρου. Η ταξιανθία και ταξικαρπία της ήμερης και της άγριας συκιάς, το γνωστό μας σύκο, ονομάζεται συκώνιο (syconium). Ξενιστής του ψήνα είναι η άγρια συκιά, στα συκώνια της οποίας αναπτύσσεται και διαιωνίζεται. Αυτή παράγει τρείς εσοδείες άγριων σύκων (για λεπτομέρειες βλ.Grandi 1920, 1962). Η πρώτη εσοδεία του έτους είναι οι ερινεοί ή όρνοι ή ρινιοί (fioroni, orni, profichi). Αναπτύσσονται την άνοιξη ή το θέρος και έχουν θηλυκά και αρσενικά άνθη. Της δεύτερης εσοδείας τα συκώνια (forniti, mammoni) αναπτύσσονται το θέρος και ωριμάζουν τα τέλη του θέρους ή το φθινόπωρο. Περιέχουν πολλά θηλυκά άνθη και συνήθως, αλλά όχι πάντα, λίγα αρσενικά άνθη. Της τρίτης εσοδείας τα συκώνια (cratiri, mamme) αναπτύσσονται το φθινόπωρο, παραμένουν στο δέντρο το χειμώνα και ωριμάζουν την επόμενη άνοιξη. Έχουν μόνο θηλυκά άνθη, ή και λίγα αρσενικά. | ||
− | <span style="font-weight:bold;">Βιολογία-ζημιές</span>. Ο ψήνας έχει 3 γενεές το έτος, όσες και οι εσοδείες συκωνίων του δέντρου-ξενιστή. Τα συκώνια αυτά, όσα έχουν και αρσενικά άνθη, είναι εντόνως πρωτόγυνα. Τα αρσενικά άνθη τους ωριμάζουν λίγες εβδομάδες μετά τα θηλυκά, όσο περίπου χρόνο χρειάζεται το έντομο για να συμπληρώσει τον βιολογικό του κύκλο. Αυτό επιτρέπει στο ενήλικο θηλυκό, κατά την έξοδο του από το συκώνιο στο οποίο αναπτύχθηκε, να παρασύρει κατά την έξοδο του νωπή γύρη και να τη μεταφέρει σε συκώνιο της επόμενης εσοδείας που θα επισκεφθεί για να ωοτοκήσει. Ο ψήνας διαχειμάζει μέσα στα χειμερινά αγριόσυκα και ενηλικιώνεται την άνοιξη. Τα θηλυκά, αφού συζευχθούν, εγκαταλείπουν τα χειμερινά συκώνια, πετούν και μπαίνουν στους ερινεούς του ίδιου ή γειτονικών δέντρων, όπου ωοτοκούν στα βραχύστυλα θηλυκά άνθη τους. Τα ενήλικα θηλυκά της επόμενης (εαρινής) γενεάς εγκαταλείπουν τους ερινεούς, σε αναζήτηση κατάλληλων για ωοτοκία ταξιανθιών. Κατά την έξοδο του από τους ερινεούς, ο ψήνας παρασύρει γύρη από τα αρσενικά άνθη που βρίσκονται προς την κορυφή του συκωνίου κοντά στο ‘μάτι’. Τη γύρη αυτή μεταφέρει στην επιφάνεια του σώματός του και, όταν μπει σε συκώνια της επόμενης εσοδείας, επικονιάζει τα θηλυκά άνθη τους. Όσα άνθη γονιμοποιηθούν και δεν ωοτοκηθούν θα παραγάγουν σπόρους, ενώ τα ωοτοκηθέντα θα παραγάγουν ψήνες. Κατά την αναζήτηση συκωνίων της άγριας συκιάς για ωοτοκία, οι θηλυκοί ψήνες μπαίνουν και σε ήμερα σύκα, τα οποία επικονιάζουν, αλλά στα άνθη των οποίων δεν ωοτοκούν λόγω των μακρών τους στύλων. Κατά την είσοδό του στα πλείστα ήμερα σύκα, ο ψήνας χάνει τις πτέρυγες του στην είσοδο του συκωνίου και δεν μπορεί να πετάξει προς άλλα σύκα. Συνήθως ψοφά μέσα στο ήμερο σύκο, αφού αναζητήσει, ανεπιτυχώς, θηλυκά άνθη κατάλληλα για ωοτοκία. Τα συκώνια της ήμερης συκιάς συνήθως δεν έχουν αρσενικά άνθη (Chandler 1957). Σε ορισμένες ποικιλίες το συκώνιο αναπτύσσεται παρθενοκαρπικά, όπως στις Mission και Kadota. Σε άλλες όμως ποικιλίες είναι απαραίτητη η γονιμοποίηση για να συγκρατηθεί το σύκο στη συκιά και για να ωριμάσει κανονικά. Στις ποικιλίες αυτές τη γύρη φέρνει από τους ερινεούς ο θηλυκός ψήνας. Όπου δεν υπάρχουν αγριοσυκίες κοντά σε ήμερες που χρειάζονται γονιμοποίηση, γίνεται ερινεασμός (όρνιασμα). Ο ερινεασμός ή ερινασμός συνιστάται στην έγκαιρη συλλογή ερινεών (ορνών) τον Ιούνιο-Ιούλιο και την τοποθέτησή τους με κάποιο απλό τρόπο στις συκιές. Οι θηλυκοί ψήνες βγαίνουν σε λίγες μέρες ή ώρες από τους ερινεούς και μπαίνουν στα γύρω ήμερα σύκα, μεταφέροντας τη γύρη των αρσενικών ανθέων των ερινεών. Είναι συνεπώς ο ψήνας ένα χρήσιμο έντομο-επικονιαστής, απαραίτητο για ορισμένες από τις καλύτερες ποικιλίες συκιάς, όπως οι τύποι Σμύρνης, γνωστές ως Calimyrna ή Lob Injir και οι τύπου White San Pedro. Από τις εγχώριες ποικιλίες, ο Αναγνωστόπουλος (1939) αναφέρει τις Καλαμών, Βασιλικά, Αργαλαστής και Κύμης. Ο ψήνας μπορεί να μεταφέρει στα σύκα και ανεπιθύμητους μικροοργανισμούς, που ιδιαίτερα με υγρό καιρό ή σε υγρές περιοχές, προκαλούν όξινες ή άλλες σήψεις. Για τον λόγο αυτό έγιναν προσπάθειες πρόκλησης παρθενοκαρπίας με χημικές ουσίες. Τα αποτελέσματα σε ορισμένες ποικιλίες δεν ήταν τόσο ικανοποιητικά ώστε να υποκατασταθεί ο ερινεασμός. Σε άλλες χώρες, άλλα είδη συκιάς (Ficus), έχουν το καθένα το δικό του συμβιωτικό είδος επικονιαστή, από την τάξη Υμενόπτερα. | + | <span style="font-weight:bold;">Βιολογία-ζημιές</span>. Ο ψήνας έχει 3 γενεές το έτος, όσες και οι εσοδείες συκωνίων του δέντρου-ξενιστή. Τα συκώνια αυτά, όσα έχουν και αρσενικά άνθη, είναι εντόνως πρωτόγυνα. Τα αρσενικά άνθη τους ωριμάζουν λίγες εβδομάδες μετά τα θηλυκά, όσο περίπου χρόνο χρειάζεται το έντομο για να συμπληρώσει τον βιολογικό του κύκλο. Αυτό επιτρέπει στο ενήλικο θηλυκό, κατά την έξοδο του από το συκώνιο στο οποίο αναπτύχθηκε, να παρασύρει κατά την έξοδο του νωπή γύρη και να τη μεταφέρει σε συκώνιο της επόμενης εσοδείας που θα επισκεφθεί για να ωοτοκήσει. Ο ψήνας διαχειμάζει μέσα στα χειμερινά αγριόσυκα και ενηλικιώνεται την άνοιξη. Τα θηλυκά, αφού συζευχθούν, εγκαταλείπουν τα χειμερινά συκώνια, πετούν και μπαίνουν στους ερινεούς του ίδιου ή γειτονικών δέντρων, όπου ωοτοκούν στα βραχύστυλα θηλυκά άνθη τους. Τα ενήλικα θηλυκά της επόμενης (εαρινής) γενεάς εγκαταλείπουν τους ερινεούς, σε αναζήτηση κατάλληλων για ωοτοκία ταξιανθιών. Κατά την έξοδο του από τους ερινεούς, ο ψήνας παρασύρει γύρη από τα αρσενικά άνθη που βρίσκονται προς την κορυφή του συκωνίου κοντά στο ‘μάτι’. Τη γύρη αυτή μεταφέρει στην επιφάνεια του σώματός του και, όταν μπει σε συκώνια της επόμενης εσοδείας, επικονιάζει τα θηλυκά άνθη τους. Όσα άνθη γονιμοποιηθούν και δεν ωοτοκηθούν θα παραγάγουν σπόρους, ενώ τα ωοτοκηθέντα θα παραγάγουν ψήνες. Κατά την αναζήτηση συκωνίων της άγριας συκιάς για ωοτοκία, οι θηλυκοί ψήνες μπαίνουν και σε ήμερα σύκα, τα οποία επικονιάζουν, αλλά στα άνθη των οποίων δεν ωοτοκούν λόγω των μακρών τους στύλων. Κατά την είσοδό του στα πλείστα ήμερα σύκα, ο ψήνας χάνει τις πτέρυγες του στην είσοδο του συκωνίου και δεν μπορεί να πετάξει προς άλλα σύκα. Συνήθως ψοφά μέσα στο ήμερο σύκο, αφού αναζητήσει, ανεπιτυχώς, θηλυκά άνθη κατάλληλα για ωοτοκία. Τα συκώνια της ήμερης συκιάς συνήθως δεν έχουν αρσενικά άνθη (Chandler 1957). Σε ορισμένες ποικιλίες το συκώνιο αναπτύσσεται παρθενοκαρπικά, όπως στις Mission και Kadota. Σε άλλες όμως ποικιλίες είναι απαραίτητη η γονιμοποίηση για να συγκρατηθεί το σύκο στη συκιά και για να ωριμάσει κανονικά. Στις ποικιλίες αυτές τη γύρη φέρνει από τους ερινεούς ο θηλυκός ψήνας. Όπου δεν υπάρχουν αγριοσυκίες κοντά σε ήμερες που χρειάζονται γονιμοποίηση, γίνεται ερινεασμός (όρνιασμα). Ο ερινεασμός ή ερινασμός συνιστάται στην έγκαιρη συλλογή ερινεών (ορνών) τον Ιούνιο-Ιούλιο και την τοποθέτησή τους με κάποιο απλό τρόπο στις συκιές. Οι θηλυκοί ψήνες βγαίνουν σε λίγες μέρες ή ώρες από τους ερινεούς και μπαίνουν στα γύρω ήμερα σύκα, μεταφέροντας τη γύρη των αρσενικών ανθέων των ερινεών. Είναι συνεπώς ο ψήνας ένα χρήσιμο έντομο-επικονιαστής, απαραίτητο για ορισμένες από τις καλύτερες ποικιλίες συκιάς, όπως οι τύποι Σμύρνης, γνωστές ως Calimyrna ή Lob Injir και οι τύπου White San Pedro. Από τις εγχώριες ποικιλίες, ο Αναγνωστόπουλος (1939) αναφέρει τις Καλαμών, Βασιλικά, Αργαλαστής και Κύμης. Ο ψήνας μπορεί να μεταφέρει στα σύκα και ανεπιθύμητους μικροοργανισμούς, που ιδιαίτερα με υγρό καιρό ή σε υγρές περιοχές, προκαλούν όξινες ή άλλες σήψεις. Για τον λόγο αυτό έγιναν προσπάθειες πρόκλησης παρθενοκαρπίας με χημικές ουσίες. Τα αποτελέσματα σε ορισμένες ποικιλίες δεν ήταν τόσο ικανοποιητικά ώστε να υποκατασταθεί ο ερινεασμός. Σε άλλες χώρες, άλλα είδη συκιάς (Ficus), έχουν το καθένα το δικό του συμβιωτικό είδος επικονιαστή, από την τάξη Υμενόπτερα. |
+ | |||
+ | [είναι εχθρός της::Συκιά| ]] | ||
+ | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
+ | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[είναι προσβολή του εχθρού::Υμενόπτερα| ]] | ||
==Βιβλιογραφία== | ==Βιβλιογραφία== |
Αναθεώρηση της 11:17, 20 Ιανουαρίου 2016
Ενήλικο. Το θηλυκό [1] είναι μαύρο ή σχεδόν μαύρο, γυαλιστερό, πτερωτό, μέσου μήκους 2,5 mm. Το αρσενικό είναι ανοιχτοκάστανο ή κεχριμπαρί, άπτερο, με την άκρη της κοιλιάς στενόμακρη και με κοντές κεραίες.
Ξενιστές. Η συκιά, Ficus carica L. Το φυτικό αυτό είδος έχει δυο μορφές η υποείδη: την ήμερη συκιά, με τις διάφορες ποικιλίες της και τους εδώδιμους καρπούς της αφενός, και την άγρια ή αρσενική συκιά αφετέρου. Η ταξιανθία και ταξικαρπία της ήμερης και της άγριας συκιάς, το γνωστό μας σύκο, ονομάζεται συκώνιο (syconium). Ξενιστής του ψήνα είναι η άγρια συκιά, στα συκώνια της οποίας αναπτύσσεται και διαιωνίζεται. Αυτή παράγει τρείς εσοδείες άγριων σύκων (για λεπτομέρειες βλ.Grandi 1920, 1962). Η πρώτη εσοδεία του έτους είναι οι ερινεοί ή όρνοι ή ρινιοί (fioroni, orni, profichi). Αναπτύσσονται την άνοιξη ή το θέρος και έχουν θηλυκά και αρσενικά άνθη. Της δεύτερης εσοδείας τα συκώνια (forniti, mammoni) αναπτύσσονται το θέρος και ωριμάζουν τα τέλη του θέρους ή το φθινόπωρο. Περιέχουν πολλά θηλυκά άνθη και συνήθως, αλλά όχι πάντα, λίγα αρσενικά άνθη. Της τρίτης εσοδείας τα συκώνια (cratiri, mamme) αναπτύσσονται το φθινόπωρο, παραμένουν στο δέντρο το χειμώνα και ωριμάζουν την επόμενη άνοιξη. Έχουν μόνο θηλυκά άνθη, ή και λίγα αρσενικά.
Βιολογία-ζημιές. Ο ψήνας έχει 3 γενεές το έτος, όσες και οι εσοδείες συκωνίων του δέντρου-ξενιστή. Τα συκώνια αυτά, όσα έχουν και αρσενικά άνθη, είναι εντόνως πρωτόγυνα. Τα αρσενικά άνθη τους ωριμάζουν λίγες εβδομάδες μετά τα θηλυκά, όσο περίπου χρόνο χρειάζεται το έντομο για να συμπληρώσει τον βιολογικό του κύκλο. Αυτό επιτρέπει στο ενήλικο θηλυκό, κατά την έξοδο του από το συκώνιο στο οποίο αναπτύχθηκε, να παρασύρει κατά την έξοδο του νωπή γύρη και να τη μεταφέρει σε συκώνιο της επόμενης εσοδείας που θα επισκεφθεί για να ωοτοκήσει. Ο ψήνας διαχειμάζει μέσα στα χειμερινά αγριόσυκα και ενηλικιώνεται την άνοιξη. Τα θηλυκά, αφού συζευχθούν, εγκαταλείπουν τα χειμερινά συκώνια, πετούν και μπαίνουν στους ερινεούς του ίδιου ή γειτονικών δέντρων, όπου ωοτοκούν στα βραχύστυλα θηλυκά άνθη τους. Τα ενήλικα θηλυκά της επόμενης (εαρινής) γενεάς εγκαταλείπουν τους ερινεούς, σε αναζήτηση κατάλληλων για ωοτοκία ταξιανθιών. Κατά την έξοδο του από τους ερινεούς, ο ψήνας παρασύρει γύρη από τα αρσενικά άνθη που βρίσκονται προς την κορυφή του συκωνίου κοντά στο ‘μάτι’. Τη γύρη αυτή μεταφέρει στην επιφάνεια του σώματός του και, όταν μπει σε συκώνια της επόμενης εσοδείας, επικονιάζει τα θηλυκά άνθη τους. Όσα άνθη γονιμοποιηθούν και δεν ωοτοκηθούν θα παραγάγουν σπόρους, ενώ τα ωοτοκηθέντα θα παραγάγουν ψήνες. Κατά την αναζήτηση συκωνίων της άγριας συκιάς για ωοτοκία, οι θηλυκοί ψήνες μπαίνουν και σε ήμερα σύκα, τα οποία επικονιάζουν, αλλά στα άνθη των οποίων δεν ωοτοκούν λόγω των μακρών τους στύλων. Κατά την είσοδό του στα πλείστα ήμερα σύκα, ο ψήνας χάνει τις πτέρυγες του στην είσοδο του συκωνίου και δεν μπορεί να πετάξει προς άλλα σύκα. Συνήθως ψοφά μέσα στο ήμερο σύκο, αφού αναζητήσει, ανεπιτυχώς, θηλυκά άνθη κατάλληλα για ωοτοκία. Τα συκώνια της ήμερης συκιάς συνήθως δεν έχουν αρσενικά άνθη (Chandler 1957). Σε ορισμένες ποικιλίες το συκώνιο αναπτύσσεται παρθενοκαρπικά, όπως στις Mission και Kadota. Σε άλλες όμως ποικιλίες είναι απαραίτητη η γονιμοποίηση για να συγκρατηθεί το σύκο στη συκιά και για να ωριμάσει κανονικά. Στις ποικιλίες αυτές τη γύρη φέρνει από τους ερινεούς ο θηλυκός ψήνας. Όπου δεν υπάρχουν αγριοσυκίες κοντά σε ήμερες που χρειάζονται γονιμοποίηση, γίνεται ερινεασμός (όρνιασμα). Ο ερινεασμός ή ερινασμός συνιστάται στην έγκαιρη συλλογή ερινεών (ορνών) τον Ιούνιο-Ιούλιο και την τοποθέτησή τους με κάποιο απλό τρόπο στις συκιές. Οι θηλυκοί ψήνες βγαίνουν σε λίγες μέρες ή ώρες από τους ερινεούς και μπαίνουν στα γύρω ήμερα σύκα, μεταφέροντας τη γύρη των αρσενικών ανθέων των ερινεών. Είναι συνεπώς ο ψήνας ένα χρήσιμο έντομο-επικονιαστής, απαραίτητο για ορισμένες από τις καλύτερες ποικιλίες συκιάς, όπως οι τύποι Σμύρνης, γνωστές ως Calimyrna ή Lob Injir και οι τύπου White San Pedro. Από τις εγχώριες ποικιλίες, ο Αναγνωστόπουλος (1939) αναφέρει τις Καλαμών, Βασιλικά, Αργαλαστής και Κύμης. Ο ψήνας μπορεί να μεταφέρει στα σύκα και ανεπιθύμητους μικροοργανισμούς, που ιδιαίτερα με υγρό καιρό ή σε υγρές περιοχές, προκαλούν όξινες ή άλλες σήψεις. Για τον λόγο αυτό έγιναν προσπάθειες πρόκλησης παρθενοκαρπίας με χημικές ουσίες. Τα αποτελέσματα σε ορισμένες ποικιλίες δεν ήταν τόσο ικανοποιητικά ώστε να υποκατασταθεί ο ερινεασμός. Σε άλλες χώρες, άλλα είδη συκιάς (Ficus), έχουν το καθένα το δικό του συμβιωτικό είδος επικονιαστή, από την τάξη Υμενόπτερα.
[είναι εχθρός της::Συκιά| ]]
Βιβλιογραφία
- ↑ "Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου", Μ.Ε. Τζανακάκης- Β.Ι. Κατσόγιαννός, 1998.