Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καλλιέργεια ρετσινολαδιάς"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Προετοιμασία εδάφους{{{top_heading|==}}} Η εγκατάσταση της Ρετσινολαδιά φυτό|ρετσινολα...') |
|||
Γραμμή 44: | Γραμμή 44: | ||
[[καλλιεργεί την::Ρετσινολαδιά φυτό| ]] | [[καλλιεργεί την::Ρετσινολαδιά φυτό| ]] | ||
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
− | [[Category:Καλλιέργεια | + | [[Category:Καλλιέργεια ενεργειακών φυτών]] |
{{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=4}} | {{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=4}} | ||
{{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=4.1}} | {{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=4.1}} | ||
{{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=16}} | {{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=16}} | ||
{{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=16.1}} | {{Δείκτης στατιστικών καλλιέργειας|Cult_ID=16.1}} |
Αναθεώρηση της 08:33, 14 Αυγούστου 2013
Περιεχόμενα
Προετοιμασία εδάφους
Η εγκατάσταση της ρετσινολαδιάς απαιτεί όμοια προετοιμασία σποροκλίνης με αυτή του καλαμποκιού, σόργου και άλλων γραμμικών καλλιεργειών. Η βασική πρακτική που ακολουθείται περιλαμβάνει τη βαθιά άροση χωρίς αναστροφή, σε βάθος 20-30cm, που επιτρέπει τη βαθιά διείσδυση της πασσαλώδους ρίζας στο έδαφος. Πρέπει να αποφεύγονται εδάφη που κινδυνεύουν από διάβρωση.[1]
Σπορά - Φύτευση
Η ρετσινολαδιά είναι καλοκαιρινό φυτό που σπέρνεται στα μέσα της άνοιξης, αμέσως μετά τον αραβόσιτο και όταν η θερμοκρασία εδάφους είναι μεγαλύτερη του 10-12oC. Χρησιμοποιούνται σπαρτικές μηχανές βαμβακιού αφού γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές. Οι συνήθεις αποστάσεις σποράς είναι 0.95-1m και 20-25cm μεταξύ των γραμμών και επί της γραμμής, αντίστοιχα. Το βάθος σποράς είναι 4-8cm, ανάλογα με τη σύσταση και δομή του εδάφους. Η απαιτούμενη ποσότητα σπόρου κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,5kg/στρ. Το φύτρωμα ολοκληρώνεται 7- 14 ημέρες μετά τη σπορά. Σε αρδευόμενη καλλιέργεια η σπορά γίνεται συνήθως σε αυλάκια.[1]
Καταπολέμηση ζιζανίων
Η εξόντωση των ζιζανίων θεωρείται απαραίτητη για την καλλιέργεια της ρετσινολαδιάς. Τα ετήσια ζιζάνια καταπολεμούνται με σκαλίσματα ή βοτανίσματα πριν ή μετά την εμφάνιση των σπορόφυτων. Κατά την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, συνιστάται επιφανειακό σκάλισμα για την αποφυγή καταστροφής του ριζικού συστήματος του φυτού. Η χημική καταπολέμηση ζιζανίων συνήθως πραγματοποιείται με ενσωμάτωση στο έδαφος προσπαρτικών ζιζανιοκτόνων της οικογένειας των δινιτροανιλινών, προφυτρωτικών της οικογένειας των ουριών και διασυστηματικών της οικογένειας των διπυριλιδίων και οργανοφωσφορικών (γλυκίνες).[1]
Λίπανση
Γενικά, η επίτευξη υψηλών αποδόσεων απαιτεί ικανή ποσότητα αζώτου, φωσφόρου και καλίου. Φτωχά σε άζωτο εδάφη απαιτούν την εφαρμογή αζωτούχου λίπανσης σε ποσότητα 5-15 μονάδων/στρέμμα Η εφαρμογή φωσφορικής και καλιούχας λίπανσης, σε περίπτωση ανεπάρκειας, συνιστάται σε ποσότητα 4-8 μονάδες/στρέμμα.[1]
Άρδευση
Στην περίπτωση αρδευόμενης καλλιέργειας, συνήθως γίνονται δύο ή περισσότερες ανά 15ήμερο αρδεύσεις πριν την άνθιση. Η διαχείριση της καλλιέργειας με οικονομικό τρόπο συχνά δεν επιτρέπει την εφαρμογή άρδευσης αλλά η επίτευξη υψηλής απόδοσης επιτυγχάνεται με προσθήκη 150-250m3/στρ. Η τελική απόδοση της καλλιέργειας επηρεάζεται από την άρδευση, ιδιαίτερα σε εδάφη με λεπτή ή μεσαία κοκκομετρική σύσταση και όπου επικρατεί χαμηλή σχετική υγρασία.[1]
Συγκομιδή
Η συγκομιδή γίνεται όταν η υγρασία του σπόρου είναι μικρότερη από 6%. Κατά τη συγκομιδή, οι κάψες πρέπει να είναι ξηρές για την εύκολη απελευθέρωση του σπόρου. Η συγκομιδή μπορεί να πραγματοποιηθεί με κατάλληλα τροποποιημένες συγκομιστικές μηχανές σιτηρών, που παράλληλα συνθλίβουν την κάψα και απελευθερώνουν τον σπόρο. Η εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής σπόρου επιτυγχάνεται με καλλιεργητική περίοδο τουλάχιστον 140 ημερών με βέλτιστη την περίοδο 150-160 ημερών. Οι αποδόσεις της αρδευόμενης καλλιέργειας ρετσινολαδιάς κυμαίνονται μεταξύ 220-340kg σπόρου/στρέμμα που αντιστοιχούν σε παραγωγή λαδιού 100-170kg/στρέμμα. Λαμβάνοντας υπόψη τα άλλα ελαιούχα φυτά, εκτιμάται ότι το ενεργειακό ισοζύγιο της ρετσινολαδιάς είναι περί το 2,5 και η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με το συμβατικό diesel μεταξύ 40-50%.[1]