Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Επεξεργασία υπολειμμάτων χυμοποιείων"
(Νέα σελίδα με 'Οι φλοιοί και η πούλπα που απομένουν μετά τη διαδικασία της χυμοποίησης αποτελούν τα στερεά...') |
|||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
*"Χρηματοοικονομική και κοινωνικοοικονομική αξιολόγηση ολοκληρωμένης μονάδας επεξεργασίας υπολειμμάτων εσπεριδοειδών με τεχνολογία αναερόβιας χώνευσης", μεταπτυχιακή εργασία του Αρβανιτάκη Ανδρέα, Μηχανικός Μεταλλείων - Μεταλλουργός, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Διεπιστημονικό - Διατμηματικό Πρόγραμμα Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) "Περιβάλλον και Ανάπτυξη", Αθήνα Οκτώβριος 2012 | *"Χρηματοοικονομική και κοινωνικοοικονομική αξιολόγηση ολοκληρωμένης μονάδας επεξεργασίας υπολειμμάτων εσπεριδοειδών με τεχνολογία αναερόβιας χώνευσης", μεταπτυχιακή εργασία του Αρβανιτάκη Ανδρέα, Μηχανικός Μεταλλείων - Μεταλλουργός, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Διεπιστημονικό - Διατμηματικό Πρόγραμμα Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) "Περιβάλλον και Ανάπτυξη", Αθήνα Οκτώβριος 2012 | ||
+ | [[σχετίζεται με::Μονάδα χυμοποίησης| ]] | ||
+ | [[σχετίζεται με::Εσπεριδοειδή| ]] | ||
+ | [[πόσο αφορά σε επιχείρηση μεταποίησης-τυποποίησης::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Αναθεώρηση της 13:10, 11 Ιουλίου 2013
Οι φλοιοί και η πούλπα που απομένουν μετά τη διαδικασία της χυμοποίησης αποτελούν τα στερεά υπολείμματά της. Μέρος της πούλπας χρησιμοποιείται σε κάποιους χυμούς για την παρασκευή προϊόντων που να μοιάζουν όσο το δυνατό περισσότερο με τα φυσικά. Από τα στερεά απόβλητα των βιομηχανιών χυμοποίησης παράγονται επίσης διάφορα υποπροϊόντα για παραγωγή ζωοτροφών μετά από ξήρανση, πηκτίνης (χρησιμοποιείται σε μαρμελάδες, μαγιονέζες, παγωτά, για την κατασκευή φωτογραφικού φιλμ, στη φαρμακευτική κ.ά.) και εσπεριδίνης, (επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις η παραγωγή πηκτίνης κρίνεται ασύμφορη στην Ελλάδα) (Ποντίκης,1993). Ασύμφορο κρίνεται επίσης το κόστος ξήρανσης των φλοιών κάτι που στην Ελλάδα κάνει μόνο μία βιομηχανία, η Λακωνία, και αυτή όχι κάθε χρόνο. Για το λόγο αυτό οι μονάδες χυμοποίησης επιδιώκουν τη, σχεδόν δωρεάν, διάθεση των στερεών αποβλήτων τους στους κτηνοτρόφους για ζωοτροφή, αν και η περιεκτικότητα των φλοιών εσπεριδοειδών ως έχουν, σε πρωτεΐνες είναι περίπου 3 - 6% επί ξηρού βάρους, δηλαδή φτωχή για ζωοτροφή ακόμα και για μηρυκαστικά. Από την ίδια πηγή παράγονται επίσης σπορέλαια και το αποκαλούμενο εσπεριδόκρασο, το οποίο παράγεται από τη μελάσα των καρπών των εσπεριδοειδών και είναι ουσιαστικά ένα συμπυκνωμένο σακχαρούχο υγρό απαλλαγμένο από αιθέρια έλαια (Ποντίκης,1993).
Τα υγρά απόβλητα τέτοιων βιομηχανιών επεξεργάζονται συνήθως σε βιολογικούς καθαρισμούς, αν και δεν εκλείπουν και οι περιπτώσεις όπου εκχύνονται, μέχρι και σήμερα, σε κοντινούς υδάτινους αποδέκτες όπως ρεματιές, ποτάμια, λίμνες και θάλασσες. Το πρόβλημα εμφανίζεται κυρίως στη διαχείριση των στερεών αποβλήτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλό οργανικό φορτίο. Οι μεγαλύτερες ποσότητες καταλήγουν έως τώρα σε χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης. Το πρόβλημα εντείνεται με το πρόσθετο φορτίο εσπεριδοειδών από απόσυρση που πηγαίνουν σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής (ΧΥΤΑ). Μετά την απόσυρση σε ΧΥΤΑ των εσπεριδοειδών που δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά (κυρίως πορτοκάλια) η ρύπανση είναι έντονη, και οξύνεται ακόμη περισσότερο όταν παρατηρούνται αλλαγές στη μορφολογία του εδάφους, τέτοιες που πολλές φορές βρίσκεται χυμός στον υδροφόρο ορίζοντα. Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) παράγονται κάθε χρόνο κατά μέσο όρο περίπου 1.000.000 τόνοι αποβλήτων από τις βιομηχανίες επεξεργασίας εσπεριδοειδών, ποσότητες οι οποίες συνήθως διατίθενται ανεπεξέργαστες σε κοντινούς αποδέκτες ή χωματερές. Η αντιμετώπιση αυτή όχι μόνο υποβαθμίζει τον υδροφόρο ορίζοντα αλλά μειώνει και το διαθέσιμο όγκο των υφιστάμενων ΧΥΤΑ. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους ΧΥΤΑ προωθεί τη μείωση της ποσότητας του οργανικού φορτίου το οποίο θα επιτρέπεται να ενταφιαστεί στο έδαφος με παράλληλη αύξηση της χρήσης της αναερόβιας χώνευσης η οποία αποτελεί μία εναλλακτική και ασφαλή μέθοδο για την απομάκρυνση των οργανικών αποβλήτων (ΚΑΠΕ, 2003).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως για πολλές δεκαετίες υπήρχαν κενά στην ελληνική νομοθεσία σχετικά με τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων. Το 1986 άρχισε να εφαρμόζεται η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (74 / 442 / Ε.Ε., 15 - 6 - 1975), στην οποία ενδείκνυνται μέτρα για την ολοκληρωμένη διαχείριση των στερεών αποβλήτων από τα κράτη - μέλη. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, όπως και στην Ελλάδα, απουσιάζει ακόμα και το σχέδιο ολοκληρωμένης διαχείρισης των αποβλήτων (Λυμπεράτος, 2000).
Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που είναι κρίσιμο και απαραίτητο είναι η διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Πρέπει να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος τουλάχιστον γύρω από περιοχές με ιδιαίτερο κοινωνικό, οικολογικό, πολιτιστικό ή και αισθητικό ενδιαφέρον. Γίνονται λοιπόν προσπάθειες ώστε να αναπτυχθούν ολοκληρωμένες, αποτελεσματικές και οικονομικά βιώσιμες επενδύσεις για την επεξεργασία των αποβλήτων (Κάλφας, 2007).
Μια τέτοια μέθοδος διαχείρισης των στερεών αποβλήτων εσπεριδοειδών είναι και η αναερόβια χώνευση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι να απομακρυνθούν προηγουμένως τα αιθέρια έλαια που περιέχουν λιμονένιο, ανασταλτικό παράγοντα για τους μεθανογόνους μικροοργανισμούς. Βιώσιμη λύση αποτελεί και η αναβάθμιση των στερεών αποβλήτων σε υψηλής ποιότητας ζωοτροφή. Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη μπορεί έτσι ακόμα και να ξεπεράσει το 15 % και η χωνεμένη πορτοκαλόφλουδα δύναται να υποκαταστήσει έως 30% τα δημητριακά στο σιτηρέσιο μηρυκαστικών (Iconomou et. al, 2001).
Η αναερόβια χώνευση είναι ιδιαίτερα αποδοτική και μπορεί να αποτελέσει μία αξιόπιστη λύση, τόσο για την ενεργειακή αξιοποίηση των αποβλήτων αυτών, όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος. Η βιωσιμότητα - αποδοτικότητα μιας τέτοιας μονάδας, βασίζεται στο γεγονός ότι η πρώτη ύλη έχει μηδενική ή αρνητική αξία ενώ τα προϊόντα της έχουν εμπορική αξία. Η εποχιακή ή μειωμένου ρυθμού λειτουργία των χυμοποιείων (βασικά Νοέμβριο – Μάρτιο, αλλά υπάρχουν και οι καλοκαιρινές ποικιλίες) δεν αποτελεί μειονέκτημα για την αναερόβια διεργασία, λόγω των χαμηλών ρυθμών βιοαποδόμησης των μεθανογόνων μικροοργανισμών.
Το βιοαέριο που παράγεται κατά τη διαδικασία της αναερόβιας χώνευσης αποτελεί μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας και ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης. Ένα κυβικό μέτρο βιοαερίου υποκαθιστά 0,66 L ντίζελ ή 0,75 L πετρελαίου ή 0,85 kg κάρβουνου. Συγκεκριμένα, από την αξιοποίηση του συνόλου των 1.000.000 τόνων αποβλήτων εσπεριδοειδών, που παράγονται σήμερα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, εκτιμάται ότι μπορεί να παραχθεί προς διάθεση κατά μέσο όρο ηλεκτρική ενέργεια 180 GWhe / έτος και θερμική ενέργεια 272 Gwhth / έτος (ΚΑΠΕ, 2003).
Βιβλιογραφία
- "Χρηματοοικονομική και κοινωνικοοικονομική αξιολόγηση ολοκληρωμένης μονάδας επεξεργασίας υπολειμμάτων εσπεριδοειδών με τεχνολογία αναερόβιας χώνευσης", μεταπτυχιακή εργασία του Αρβανιτάκη Ανδρέα, Μηχανικός Μεταλλείων - Μεταλλουργός, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Διεπιστημονικό - Διατμηματικό Πρόγραμμα Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) "Περιβάλλον και Ανάπτυξη", Αθήνα Οκτώβριος 2012