Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αποθήκευση υδατανθράκων"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(2 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Τα ξυλώδη και ηθμώδη παρεγχυματικά κύτταρα στο υπέργειο τμήμα των δένδρων της εύκρατης ζώνης δίνουν τουλάχιστον δυο ανώτερες και κατώτερες τιμές αμύλου κατά τον ετήσιο κύκλο τους. Η συγκέντρωση του αμύλου φθάνει στη μικρότερη τιμή κατά την έκπτυξη των οφθαλμών και τη μέγιστη το καλοκαίρι καθώς σταματά η αύξηση της βλάστησης. Τα φωτοσυνθετικά υλικά, που δεν μετατράπηκαν σε άμυλο και δεν αποθηκεύτηκαν στους βλαστούς, μεταφέρονται προς τα κάτω και αποθηκεύονται στις ρίζες. Τα ταχέως ωριμάζοντα [[Ροδάκινο|ροδάκινα]] και [[Σύκο|σύκα]] έχουν μεγάλες ανάγκες σε υδατάνθρακες για μια σχετικά μικρή περίοδο, εξαναγκάζοντας τότε το αποθηκευμένο στους καρποφόρους κλάδους άμυλο να κινητοποιηθεί και να μεταφερθεί στους καρπούς. Τα καρποφόρα [[Σχηματισμός λογχοειδών|λογχοειδή]] στη [[Μηλιά|μηλιά]] και [[Αχλαδιά|αχλαδιά]] και οι καρποφόροι κλάδοι στο [[Ακτινίδιο|ακτινίδο]] δεν παρουσιάζουν μείωση αμύλου κατά τη μεγέθυνση των καρπών, γιατί ταυτοχρόνως συσσωρεύεται άμυλο και στους καρπούς. Η περιεκτικότητα του αμύλου σε κλάδους του [[Πεκάν|πεκάν]] και της [[Καρυδιά|καρυδιάς]] δεν μεταβάλλεται καθώς επέρχεται η ωρίμαση των καρπών, πιθανόν, γιατί το περικάρπιο και έμβρυο αφομοιώνουν ξηρά ουσία επί μια σχετικά μακρά περίοδο.
+
Τα ξυλώδη και ηθμώδη παρεγχυματικά κύτταρα στο υπέργειο τμήμα των [[δενδρώδεις καλλιέργειες |δένδρων]] της εύκρατης ζώνης δίνουν τουλάχιστον δυο ανώτερες και κατώτερες τιμές αμύλου κατά τον ετήσιο κύκλο τους. Η συγκέντρωση του αμύλου φθάνει στη μικρότερη τιμή κατά την έκπτυξη των οφθαλμών και τη μέγιστη το καλοκαίρι καθώς σταματά η αύξηση της βλάστησης. Τα φωτοσυνθετικά υλικά, που δεν μετατράπηκαν σε άμυλο και δεν αποθηκεύτηκαν στους βλαστούς, μεταφέρονται προς τα κάτω και αποθηκεύονται στις ρίζες. Τα ταχέως ωριμάζοντα [[Ροδάκινο |ροδάκινα]] και [[Σύκο |σύκα]] έχουν μεγάλες ανάγκες σε υδατάνθρακες για μια σχετικά μικρή περίοδο, εξαναγκάζοντας τότε το αποθηκευμένο στους καρποφόρους κλάδους άμυλο να κινητοποιηθεί και να μεταφερθεί στους καρπούς. Τα καρποφόρα [[Σχηματισμός λογχοειδών |λογχοειδή]] στη [[μηλιά]] και [[αχλαδιά]] και οι καρποφόροι κλάδοι στο [[ακτινίδιο]] δεν παρουσιάζουν μείωση αμύλου κατά τη μεγέθυνση των καρπών, γιατί ταυτοχρόνως συσσωρεύεται άμυλο και στους καρπούς. Η περιεκτικότητα του αμύλου σε κλάδους του [[πεκάν]] και της [[Καρυδιά |καρυδιάς]] δεν μεταβάλλεται καθώς επέρχεται η ωρίμαση των καρπών, πιθανόν, γιατί το περικάρπιο και έμβρυο αφομοιώνουν ξηρά ουσία επί μια σχετικά μακρά περίοδο.
  
Το άμυλο υδρολύεται σε σάκχαρα το φθινόπωρο, καθώς οι ημέρες μικραίνουν και οι νύχτες γίνονται πιο ψυχρές. Η μετατροπή, που συμπληρώνεται κατά τα τέλη φθινοπώρου με αρχές χειμώνα, αυξάνει την ωσμωτική συγκέντρωση στα χυμοτόπια. Η υψηλή συγκέντρωση των σακχάρων μειώνει το σημείο πήξεως και εμποδίζει το σχηματισμό πάγου στο χυμοτόπιο, προστατεύοντας έτσι τα δένδρα απ' τους χειμωνιάτικους παγετούς. Μια τελευταία αύξηση της συγκέντρωσης του αμύλου παρατηρείται κατά τα τέλη του χειμώνα καθώς το άμυλο επανασυντίθεται απ' τα σάκχαρα. Η μετατροπή αυτή των σακχάρων σε άμυλο, απ' τα μέσα του χειμώνα μέχρι την έκπτυξη των οφθαλμών, διαρκεί περίπου 90 ημέρες στο πεκάν, 50 ημέρες στο ακτινίδιο και μόνο 10 ημέρες στη [[Ροδακινιά|ροδακινιά]]. Οι ρίζες του πεκάν δεν υδρολύουν το άμυλο σε σάκχαρα κατά τα μέσα του χειμώνα, πιθανόν, γιατί οι [[Θερμοκρασία εδάφους|θερμοκρασίες εδάφους]], όπου αναπτύσσονται, δεν είναι επαρκώς ψυχρές, για να προκαλέσουν αυτή τη μετατροπή. Η επαναμετατροπή των σακχάρων σε άμυλο, που παρατηρείται στους βλαστούς του πεκάν και στις κληματίδες του ακτινιδίου κατά τα τέλη του χειμώνα, είναι μια συνήθης μεταβολική διαδικασία για τα φυλλοβόλα δένδρα της εύκρατης ζώνης.
+
Το άμυλο υδρολύεται σε σάκχαρα το φθινόπωρο, καθώς οι ημέρες μικραίνουν και οι νύχτες γίνονται πιο ψυχρές. Η μετατροπή, που συμπληρώνεται κατά τα τέλη φθινοπώρου με αρχές χειμώνα, αυξάνει την ωσμωτική συγκέντρωση στα χυμοτόπια. Η υψηλή συγκέντρωση των σακχάρων μειώνει το σημείο πήξεως και εμποδίζει το σχηματισμό πάγου στο χυμοτόπιο, προστατεύοντας έτσι τα δένδρα απ' τους χειμωνιάτικους παγετούς. Μια τελευταία αύξηση της συγκέντρωσης του αμύλου παρατηρείται κατά τα τέλη του χειμώνα καθώς το άμυλο επανασυντίθεται απ' τα σάκχαρα. Η μετατροπή αυτή των σακχάρων σε άμυλο, απ' τα μέσα του χειμώνα μέχρι την έκπτυξη των οφθαλμών, διαρκεί περίπου 90 ημέρες στο πεκάν, 50 ημέρες στο ακτινίδιο και μόνο 10 ημέρες στη [[ροδακινιά]]. Οι ρίζες του πεκάν δεν υδρολύουν το άμυλο σε σάκχαρα κατά τα μέσα του χειμώνα, πιθανόν, γιατί οι [[Θερμοκρασία εδάφους|θερμοκρασίες εδάφους]], όπου αναπτύσσονται, δεν είναι επαρκώς ψυχρές, για να προκαλέσουν αυτή τη μετατροπή. Η επαναμετατροπή των σακχάρων σε άμυλο, που παρατηρείται στους βλαστούς του πεκάν και στις κληματίδες του ακτινιδίου κατά τα τέλη του χειμώνα, είναι μια συνήθης μεταβολική διαδικασία για τα φυλλοβόλα δένδρα της εύκρατης ζώνης.
 
+
Η [[Αμυγδαλιά|αμυγδαλιά]], η [[Βερυκοκκιά|βερικοκκιά]], η [[Κερασιά|κερασιά]], η ροδακινιά και η [[Ποικιλίες Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς|Ευρωπαϊκή δαμασκηνιά]] έχουν διαφορετικές ανάγκες σε ψύχος, αλλά, αναλύοντες τους βλαστούς τους, φαίνεται ότι η ελάχιστη συγκέντρωση του αμύλου κατά τα μέσα του χειμώνα παρατηρείται περίπου την ίδια εποχή. Επομένως, η έναρξη της επαναμετατροπής των σακχάρων σε άμυλο κατά τα μέσα του χειμώνα δε φαίνεται να σημαίνει το τέλος του ληθάργου. Οι κόκκοι αμύλου στους αμυλοπλάστες μπορεί να ενεργούν ως μέρος της ωσμωρυθμιστικής λειτουργίας, εμποδίζοντες την εκδήλωση παγετοζημιών κατά το χειμώνα δια της ενυδατώσεως. Το άμυλο ταχέως επαναυδρολύεται σε σάκχαρα καθώς οι οφθαλμοί αρχίζουν να φουσκώνουν. Κατά την έκπτυξη των οφθαλμών παραμένει ελάχιστο άμυλο στους βλαστούς.<ref name="Αποθήκευση υδατανθράκων"/>
+
  
 +
Η [[αμυγδαλιά]], η [[βερυκοκκιά]], η [[κερασιά]], η [[ροδακινιά]] και η [[Ποικιλίες Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς |Ευρωπαϊκή δαμασκηνιά]] έχουν διαφορετικές ανάγκες σε ψύχος, αλλά, αναλύοντας τους βλαστούς τους, φαίνεται ότι η ελάχιστη συγκέντρωση του αμύλου κατά τα μέσα του χειμώνα παρατηρείται περίπου την ίδια εποχή. Επομένως, η έναρξη της επαναμετατροπής των σακχάρων σε άμυλο κατά τα μέσα του χειμώνα δε φαίνεται να σημαίνει το τέλος του ληθάργου. Οι κόκκοι αμύλου στους αμυλοπλάστες μπορεί να ενεργούν ως μέρος της ωσμωρυθμιστικής λειτουργίας, εμποδίζοντες την εκδήλωση παγετοζημιών κατά το χειμώνα δια της ενυδατώσεως. Το άμυλο ταχέως επαναυδρολύεται σε σάκχαρα καθώς οι οφθαλμοί αρχίζουν να φουσκώνουν. Κατά την έκπτυξη των οφθαλμών παραμένει ελάχιστο άμυλο στους βλαστούς.<ref name="Αποθήκευση υδατανθράκων"/>
  
 
==Βιβλιογραφία==
 
==Βιβλιογραφία==
 +
 
<references>
 
<references>
<ref name="Αποθήκευση υδατανθράκων"> Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.</ref>  
+
 
 +
<ref name="Αποθήκευση υδατανθράκων"> Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997</ref>
 +
 
 
</references>
 
</references>
 +
__NOTOC__

Τελευταία αναθεώρηση της 09:53, 8 Σεπτεμβρίου 2016

Τα ξυλώδη και ηθμώδη παρεγχυματικά κύτταρα στο υπέργειο τμήμα των δένδρων της εύκρατης ζώνης δίνουν τουλάχιστον δυο ανώτερες και κατώτερες τιμές αμύλου κατά τον ετήσιο κύκλο τους. Η συγκέντρωση του αμύλου φθάνει στη μικρότερη τιμή κατά την έκπτυξη των οφθαλμών και τη μέγιστη το καλοκαίρι καθώς σταματά η αύξηση της βλάστησης. Τα φωτοσυνθετικά υλικά, που δεν μετατράπηκαν σε άμυλο και δεν αποθηκεύτηκαν στους βλαστούς, μεταφέρονται προς τα κάτω και αποθηκεύονται στις ρίζες. Τα ταχέως ωριμάζοντα ροδάκινα και σύκα έχουν μεγάλες ανάγκες σε υδατάνθρακες για μια σχετικά μικρή περίοδο, εξαναγκάζοντας τότε το αποθηκευμένο στους καρποφόρους κλάδους άμυλο να κινητοποιηθεί και να μεταφερθεί στους καρπούς. Τα καρποφόρα λογχοειδή στη μηλιά και αχλαδιά και οι καρποφόροι κλάδοι στο ακτινίδιο δεν παρουσιάζουν μείωση αμύλου κατά τη μεγέθυνση των καρπών, γιατί ταυτοχρόνως συσσωρεύεται άμυλο και στους καρπούς. Η περιεκτικότητα του αμύλου σε κλάδους του πεκάν και της καρυδιάς δεν μεταβάλλεται καθώς επέρχεται η ωρίμαση των καρπών, πιθανόν, γιατί το περικάρπιο και έμβρυο αφομοιώνουν ξηρά ουσία επί μια σχετικά μακρά περίοδο.

Το άμυλο υδρολύεται σε σάκχαρα το φθινόπωρο, καθώς οι ημέρες μικραίνουν και οι νύχτες γίνονται πιο ψυχρές. Η μετατροπή, που συμπληρώνεται κατά τα τέλη φθινοπώρου με αρχές χειμώνα, αυξάνει την ωσμωτική συγκέντρωση στα χυμοτόπια. Η υψηλή συγκέντρωση των σακχάρων μειώνει το σημείο πήξεως και εμποδίζει το σχηματισμό πάγου στο χυμοτόπιο, προστατεύοντας έτσι τα δένδρα απ' τους χειμωνιάτικους παγετούς. Μια τελευταία αύξηση της συγκέντρωσης του αμύλου παρατηρείται κατά τα τέλη του χειμώνα καθώς το άμυλο επανασυντίθεται απ' τα σάκχαρα. Η μετατροπή αυτή των σακχάρων σε άμυλο, απ' τα μέσα του χειμώνα μέχρι την έκπτυξη των οφθαλμών, διαρκεί περίπου 90 ημέρες στο πεκάν, 50 ημέρες στο ακτινίδιο και μόνο 10 ημέρες στη ροδακινιά. Οι ρίζες του πεκάν δεν υδρολύουν το άμυλο σε σάκχαρα κατά τα μέσα του χειμώνα, πιθανόν, γιατί οι θερμοκρασίες εδάφους, όπου αναπτύσσονται, δεν είναι επαρκώς ψυχρές, για να προκαλέσουν αυτή τη μετατροπή. Η επαναμετατροπή των σακχάρων σε άμυλο, που παρατηρείται στους βλαστούς του πεκάν και στις κληματίδες του ακτινιδίου κατά τα τέλη του χειμώνα, είναι μια συνήθης μεταβολική διαδικασία για τα φυλλοβόλα δένδρα της εύκρατης ζώνης.

Η αμυγδαλιά, η βερυκοκκιά, η κερασιά, η ροδακινιά και η Ευρωπαϊκή δαμασκηνιά έχουν διαφορετικές ανάγκες σε ψύχος, αλλά, αναλύοντας τους βλαστούς τους, φαίνεται ότι η ελάχιστη συγκέντρωση του αμύλου κατά τα μέσα του χειμώνα παρατηρείται περίπου την ίδια εποχή. Επομένως, η έναρξη της επαναμετατροπής των σακχάρων σε άμυλο κατά τα μέσα του χειμώνα δε φαίνεται να σημαίνει το τέλος του ληθάργου. Οι κόκκοι αμύλου στους αμυλοπλάστες μπορεί να ενεργούν ως μέρος της ωσμωρυθμιστικής λειτουργίας, εμποδίζοντες την εκδήλωση παγετοζημιών κατά το χειμώνα δια της ενυδατώσεως. Το άμυλο ταχέως επαναυδρολύεται σε σάκχαρα καθώς οι οφθαλμοί αρχίζουν να φουσκώνουν. Κατά την έκπτυξη των οφθαλμών παραμένει ελάχιστο άμυλο στους βλαστούς.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997