Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Γενικά στοιχεία ζιζυφιάς"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με 'Η ζιζυφιά κατάγεται από την Κίνα, όπου η καλλιέργεια της παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό διαφ...')
 
 
(4 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η ζιζυφιά κατάγεται από την Κίνα, όπου η καλλιέργεια της παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό διαφέρον. Στις μεσογειακές χώρες διαδόθηκε στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά σε κήπους, ιδιαίτερα στα νησιά. Δεν παρουσιάζει οικονομικό διαφέρον για τη χώρα μας. Ο καρπός της χρησιμοποιείται νωπός, ή ξηρός, ή κονσερβοποιημένος. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C.
+
Η [[Ζιζυφιά|ζιζυφιά]] κατάγεται από την Κίνα, όπου η καλλιέργεια της παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό διαφέρον. Στις μεσογειακές χώρες διαδόθηκε στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά σε κήπους, ιδιαίτερα στα νησιά. Δεν παρουσιάζει οικονομικό διαφέρον για τη χώρα μας. Ο καρπός της χρησιμοποιείται νωπός, ή ξηρός, ή κονσερβοποιημένος. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C.<ref name="Ζιζυφιά"/>
 +
 
 +
 
 +
==Βιβλιογραφία==
 +
<references>
 +
<ref name="Ζιζυφιά"> Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα - Πυρηνόκαρπα - Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 1996.</ref>
 +
</references>

Τελευταία αναθεώρηση της 11:36, 21 Απριλίου 2015

Η ζιζυφιά κατάγεται από την Κίνα, όπου η καλλιέργεια της παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό διαφέρον. Στις μεσογειακές χώρες διαδόθηκε στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά σε κήπους, ιδιαίτερα στα νησιά. Δεν παρουσιάζει οικονομικό διαφέρον για τη χώρα μας. Ο καρπός της χρησιμοποιείται νωπός, ή ξηρός, ή κονσερβοποιημένος. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα - Πυρηνόκαρπα - Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 1996.