Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Εχθρός ψευδοκακίας Βαμβακώδες κοκκοειδές"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Tο κοκκοειδές μπορεί να βλάψει σοβαρά τα δέντρα αλλά και τα φυτώρια. Απομυζά τον οπό, προκαλεί βλάβες στο φλοιό του κορμού, παραμορφώνει και προκαλεί έκκριση μελιτώματος. Όλ' αυτά συνιστούν την άμεση ζημιά που προκαλεί αναστολή της ζωτικότητας του [[Ψευδοκακία φυτό|δέντρου]] και φυλλόρροια. Οι περισσότερες ζημιές προέρχονται από τη διατροφή του Κοκκοειδούς στα πρώιμα, ανώριμά του στάδια, από τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά ψευδοκακίας|φύλλα]], όπου τα έντομα εγκαθίστανται σε σειρές κατά μήκος των κύριων και δευτερευόντων νεύρων και των μικρών κλαδιών. Οι μεγαλύτερες νύμφες συνεχίζουν να τρέφονται αλλά μεταναστεύουν στα μεγαλύτερα κλαδιά και εν τέλει, ως ενήλικες, εγκαθίστανται στα πλέον μεγάλα κλαδιά και στον κορμό. Tα ώριμα θηλυκά (ερμαφρόδιτα) έχουν σώμα λαμπερό κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο ή καφέ, καλυμμένο μερικώς ή ολικώς με κιτρινωπό ή λευκό κερί. Τα αρσενικά είναι ελάχιστα. Διαθέτουν φτερά και σκουροκόκκινο σώμα καθώς και σκούρες κεραίες. Το πλέον διακριτικό γνώρισμά τους είναι ο ογκώδης, ραβδωτός θύλακας αυγών, που συχνά είναι 2-2,5 φορές μεγαλύτερος από το σώμα. Οι νύμφες είναι λαμπερές κόκκινες με μαύρες κεραίες και λεπτά καφέ πόδια. Οι κεραίες έχουν έξι τμήματα. Λίγο μετά την εκκόλαψη, οι νύμφες καλύπτονται με λευκό περίβλημα από κερί. Στο πίσω μέρος τους έχουν λεπτούς, μακριούς, εύθραυστους κηρώδεις σωλήνες που μεταφέρουν το εκκρινόμενο μελίτωμα. | + | [[Image:Δράση βαμβακώδους κοκοειδούς σε φύλλο ψευδοκακίας.jpg|thumb|200px|Δράση βαμβακώδους κοκοειδούς σε φύλλο ψευδοκακίας]] |
+ | Tο κοκκοειδές (Icerya purchasi) μπορεί να βλάψει σοβαρά τα δέντρα αλλά και τα φυτώρια. Απομυζά τον οπό, προκαλεί βλάβες στο φλοιό του κορμού, παραμορφώνει και προκαλεί έκκριση μελιτώματος. Όλ' αυτά συνιστούν την άμεση ζημιά που προκαλεί αναστολή της ζωτικότητας του [[Ψευδοκακία φυτό|δέντρου]] και φυλλόρροια. Οι περισσότερες ζημιές προέρχονται από τη διατροφή του Κοκκοειδούς στα πρώιμα, ανώριμά του στάδια, από τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά ψευδοκακίας|φύλλα]], όπου τα έντομα εγκαθίστανται σε σειρές κατά μήκος των κύριων και δευτερευόντων νεύρων και των μικρών κλαδιών. Οι μεγαλύτερες νύμφες συνεχίζουν να τρέφονται αλλά μεταναστεύουν στα μεγαλύτερα κλαδιά και εν τέλει, ως ενήλικες, εγκαθίστανται στα πλέον μεγάλα κλαδιά και στον κορμό. Tα ώριμα θηλυκά (ερμαφρόδιτα) έχουν σώμα λαμπερό κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο ή καφέ, καλυμμένο μερικώς ή ολικώς με κιτρινωπό ή λευκό κερί. Τα αρσενικά είναι ελάχιστα. Διαθέτουν φτερά και σκουροκόκκινο σώμα καθώς και σκούρες κεραίες. Το πλέον διακριτικό γνώρισμά τους είναι ο ογκώδης, ραβδωτός θύλακας αυγών, που συχνά είναι 2-2,5 φορές μεγαλύτερος από το σώμα. Οι νύμφες είναι λαμπερές κόκκινες με μαύρες κεραίες και λεπτά καφέ πόδια. Οι κεραίες έχουν έξι τμήματα. Λίγο μετά την εκκόλαψη, οι νύμφες καλύπτονται με λευκό περίβλημα από κερί. Στο πίσω μέρος τους έχουν λεπτούς, μακριούς, εύθραυστους κηρώδεις σωλήνες που μεταφέρουν το εκκρινόμενο μελίτωμα. | ||
Είδος ερμαφρόδιτο, το θηλυκό δύναται να αυτογονιμοποιηθεί. Τα γονιμοποιημένα αυγά παράγουν θηλυκά. Τα μη γονιμοποιημένα αυγά παράγουν αρσενικά. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 600-800 αυγά. Ανάλογα με τη θερμοκρασία, τα αυγά εκκολάπτονται σε λίγες ημέρες έως και δύο μήνες. Οι νεοεκκολαφθείσες νύμφες είναι το πρώτο στάδιο ανάπτυξης και μπορούν να μεταφερθούν με τον άνεμο ή να σκαρφαλώσουν σε πλαϊνά φυτά ή περαστικά έντομα. Ο κύκλος ζωής τους διαρκεί τουλάχιστον 3 μήνες. | Είδος ερμαφρόδιτο, το θηλυκό δύναται να αυτογονιμοποιηθεί. Τα γονιμοποιημένα αυγά παράγουν θηλυκά. Τα μη γονιμοποιημένα αυγά παράγουν αρσενικά. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 600-800 αυγά. Ανάλογα με τη θερμοκρασία, τα αυγά εκκολάπτονται σε λίγες ημέρες έως και δύο μήνες. Οι νεοεκκολαφθείσες νύμφες είναι το πρώτο στάδιο ανάπτυξης και μπορούν να μεταφερθούν με τον άνεμο ή να σκαρφαλώσουν σε πλαϊνά φυτά ή περαστικά έντομα. Ο κύκλος ζωής τους διαρκεί τουλάχιστον 3 μήνες. |
Τελευταία αναθεώρηση της 14:21, 27 Αυγούστου 2013
Tο κοκκοειδές (Icerya purchasi) μπορεί να βλάψει σοβαρά τα δέντρα αλλά και τα φυτώρια. Απομυζά τον οπό, προκαλεί βλάβες στο φλοιό του κορμού, παραμορφώνει και προκαλεί έκκριση μελιτώματος. Όλ' αυτά συνιστούν την άμεση ζημιά που προκαλεί αναστολή της ζωτικότητας του δέντρου και φυλλόρροια. Οι περισσότερες ζημιές προέρχονται από τη διατροφή του Κοκκοειδούς στα πρώιμα, ανώριμά του στάδια, από τα φύλλα, όπου τα έντομα εγκαθίστανται σε σειρές κατά μήκος των κύριων και δευτερευόντων νεύρων και των μικρών κλαδιών. Οι μεγαλύτερες νύμφες συνεχίζουν να τρέφονται αλλά μεταναστεύουν στα μεγαλύτερα κλαδιά και εν τέλει, ως ενήλικες, εγκαθίστανται στα πλέον μεγάλα κλαδιά και στον κορμό. Tα ώριμα θηλυκά (ερμαφρόδιτα) έχουν σώμα λαμπερό κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο ή καφέ, καλυμμένο μερικώς ή ολικώς με κιτρινωπό ή λευκό κερί. Τα αρσενικά είναι ελάχιστα. Διαθέτουν φτερά και σκουροκόκκινο σώμα καθώς και σκούρες κεραίες. Το πλέον διακριτικό γνώρισμά τους είναι ο ογκώδης, ραβδωτός θύλακας αυγών, που συχνά είναι 2-2,5 φορές μεγαλύτερος από το σώμα. Οι νύμφες είναι λαμπερές κόκκινες με μαύρες κεραίες και λεπτά καφέ πόδια. Οι κεραίες έχουν έξι τμήματα. Λίγο μετά την εκκόλαψη, οι νύμφες καλύπτονται με λευκό περίβλημα από κερί. Στο πίσω μέρος τους έχουν λεπτούς, μακριούς, εύθραυστους κηρώδεις σωλήνες που μεταφέρουν το εκκρινόμενο μελίτωμα.
Είδος ερμαφρόδιτο, το θηλυκό δύναται να αυτογονιμοποιηθεί. Τα γονιμοποιημένα αυγά παράγουν θηλυκά. Τα μη γονιμοποιημένα αυγά παράγουν αρσενικά. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 600-800 αυγά. Ανάλογα με τη θερμοκρασία, τα αυγά εκκολάπτονται σε λίγες ημέρες έως και δύο μήνες. Οι νεοεκκολαφθείσες νύμφες είναι το πρώτο στάδιο ανάπτυξης και μπορούν να μεταφερθούν με τον άνεμο ή να σκαρφαλώσουν σε πλαϊνά φυτά ή περαστικά έντομα. Ο κύκλος ζωής τους διαρκεί τουλάχιστον 3 μήνες.
Η Rodolia cardinalis είναι άριστος άρπαγας που δύναται να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο έντομο. Οι σφοδρές επιθέσεις του εντόμου οφείλονται σε ενδεχόμενη κατάχρηση χημικών, που φονεύουν τα Rodolia. Η χημική αντιμετώπιση είναι αποτελεσματική στο στάδιο νύμφης. Κάποιες από δραστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είναι: Dicofol+tetradifón, θερινά έλαια, Dimetoate, Pirimicarb, Etiofencarb, Dicofol+carbofenotion, Chlorpyrifos.